Ο 93χρονος Μιχάλης Βουρνάς και η 92χρονη Ελλη – Μαρία Σαλμά θυμούνται την 28η Οκτωβρίου 1940 όπως την έζησαν όταν ήταν παιδιά του δημοτικού σχολείου
Παραμονή της εθνικής γιορτής, δύο φιλοξενούμενοι του Γηροκομείου Αθηνών, η 92χρονη Ελλη – Μαρία Σαλμά και ο 93χρονος Μιχάλης Βουρνάς, υποδέχθηκαν «ΤΑ ΝΕΑ» στο σαλονάκι της Εστίας Αθηνών, ενός από τα εννέα «περίπτερα», όπως λέγονται τα κτίσματα εντός των 55 στρεμμάτων της δομής, για να ξετυλίξουν το κουβάρι των αναμνήσεών τους από την 28η Οκτωβρίου του 1940, όταν και οι δύο ήταν μαθητές Δημοτικού.
«Το θυμάμαι σαν τώρα»
Τα ξημερώματα εκείνης της Δευτέρας, η ιστορική απάντηση «Alors, c’est la guerre» του Ιωάννη Μεταξά στο τελεσίγραφο του ιταλού πρεσβευτή, που σήμανε και την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρήκε τη μεν κυρία Ελλη – Μαρία 10 ετών στην Κεφαλονιά και τον κύριο Μιχάλη 11 χρονών στο κέντρο της Αθήνας. «Γεννήθηκα στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς το 1930. Πήγαινα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο κι είχα άλλα τρία αδέρφια μικρότερα. Ημασταν μια ωραία οικογένεια. Θυμάμαι τη μέρα εκείνη σαν να είναι αυτή η ώρα», αναφέρει η 92χρονη ξεκινώντας πρώτη τη διήγηση των γεγονότων που στοίχειωσαν την παιδική ψυχή της. «Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι γονείς μου έλειπαν από το σπίτι. Κάποια στιγμή ακούσαμε φωνές. Εγώ, σαν μεγαλύτερη, σηκώθηκα, πήγα στην πόρτα και είδα από την απέναντι κατοικία έναν γείτονά μας να φωνάζει “ξυπνήστε, κηρύχθηκε πόλεμος, κηρύχθηκε πόλεμος”.
Βέβαια, ακούγοντας “πόλεμος” δεν ήξερα τι ήταν, δεν μπορούσα καν να διανοηθώ. Τρομάξαμε γιατί ο γείτονας με όσα είχε ακούσει στο ραδιόφωνο φαινόταν πανικόβλητος. Ντυθήκαμε με την αδερφούλα μου κι εν τω μεταξύ κάπως το πληροφορήθηκαν και οι δικοί μου και ήρθαν αμέσως σπίτι. Από την επομένη, ακούγαμε τις σειρήνες κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στα καταφύγια. Ο πρώτος βομβαρδισμός με βρήκε σε ένα μεγάλο κτίριο πολύ κοντά στο σπίτι, με μεγάλα υπόγεια. Ημουν μαζί με τον μπαμπά μου, ο οποίος ήταν στην Παθητική Αεράμυνα. Θυμάμαι, με άρπαξε και με κατέβασε στο υπόγειο, το οποίο ήταν γεμάτο από γείτονες. Οταν έπεφταν οι βόμβες, ήταν κάτι το φριχτό. Οι πρώτοι βομβαρδισμοί έγιναν μία ή δύο μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου. Από τους πρώτους κιόλας βομβαρδισμούς είχαμε θύματα. Το έλεγε ο μπαμπάς μου, εμείς το ακούγαμε και ο φόβος που νιώθαμε ήταν φοβερός», περιγράφει η κυρία Ελλη – Μαρία ζώντας ξανά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Νομίζαμε ότι είναι πάρτι!»
Τη σκυτάλη των αναμνήσεων πήρε στη συνέχεια ο κύριος Μιχάλης Βουρνάς για να μεταφέρει το κλίμα που επικράτησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 στην πρωτεύουσα, μόλις έγινε γνωστή η άρνηση της Ελλάδας στο ιταλικό τελεσίγραφο. «Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1929. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος στον Αρειο Πάγο κι η μαμά μου ένα ωραίο κορίτσι από την Ανδρο. Δημοτικό πήγα στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Κολωνάκι. Συμπτωματικά, εκείνη την εποχή κάναμε στο σχολείο τους Τρωικούς Πολέμους, όπου μας έλεγαν ότι οι πολεμιστές την παραμονή της μάχης γλεντούσαν και χόρευαν με μουσικές. Οπότε την 28η Οκτωβρίου εμείς νομίζαμε ότι ο πόλεμος είναι πάρτι. Ηταν και ο ενθουσιασμός του κόσμου που μας παρέσυρε να το πιστέψουμε. Τέτοιον ενθουσιασμό δεν έχω ξαναδεί. Ηταν ημέρα γλεντιού, οι μεγαλύτεροι ετοιμαζόντουσαν για φαντάροι, όπου και να πήγαινες είχε γιορτή. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια καταλάβαμε», αναφέρει ο 93χρονος περιγράφοντας τις πρώτες αντιδράσεις στο άκουσμα των σειρήνων του πολέμου.
«Δεν ξαναπήγα σχολείο»
«Βάρεσαν οι σειρήνες στην Αθήνα κι από παντού ακούγαμε “πόλεμος, πόλεμος!”. Eμείς τα παιδιά δεν πήγαμε σχολείο, είπαμε “τι ωραία” και κατεβήκαμε στο κέντρο να διαδηλώσουμε. Δημοτικό δεν ξαναπήγα, μου έφεραν δάσκαλο σπίτι. Ολα τα παιδιά συνεχίσαμε να παίζουμε, ενώ παράλληλα μεταφέραμε προκηρύξεις και γράφαμε συνθήματα. Αλλά δεν είχαμε σαφή εικόνα τού τι είναι πόλεμος. Τον πόλεμο τον ένιωσα όταν κάναμε ένα λάθος», λέει ο 93χρονος ανατρέχοντας σε μια περιπέτεια που έζησε ως παιδί αργότερα, τα χρόνια της Κατοχής. «Ημουν μαζί με άλλους συνομήλικους σε μια οργάνωση και γράφαμε στους τοίχους συνθήματα με μπλε μπογιά. Μια μέρα είχαμε το θράσος να γράψουμε επάνω στη γερμανική πρεσβεία, μας έπιασαν και μας ετοίμαζαν για Γερμανία. Αλλά επενέβη ο Εβερτ που ήταν διοικητής Ασφαλείας και είπε: “Τι κάνατε, συλλάβατε τα παιδιά των καλυτέρων οικογενειών της Αθήνας;”. E, μας έριξαν ένα χέρι ξύλο και μας άφησαν», θυμάται ο κύριος Μιχάλης συμπληρώνοντας: «Περάσαμε από σαράντα κύματα, αλλά είχαμε μια ζωή γεμάτη, πάντα με ενδιαφέρον». Και η κυρία Ελλη – Μαρία προσθέτει: «Σήμερα ήταν μια ωραία μέρα γιατί θυμηθήκαμε το παρελθόν. Κάθε φορά που έρχεται αυτή η επέτειος είμαι πολύ συγκινημένη. Τα θυμάμαι όλα, τα ζω από την αρχή και σκέφτομαι πόσο ένδοξα πολέμησε ο Στρατός μας».