Ποιος ή ποια από μας δεν θα απολάμβανε μια πόλη γεμάτη με πάρκα, κατάφυτους δρόμους και πεζόδρομους, όπου θα μπορούσε να περπατήσει άνετα ή να κάνει ποδήλατο; Το 84% των κατοίκων σε αστικές περιοχές θα απαντούσε ναι, λέει μελέτη του Ευρωβαρόμετρου. Ωστόσο το 28% των ευρωπαίων φοβάται ότι οι εναπομείνασες αστικές περιοχές με πράσινο δεν συντηρούνται σωστά και υπάρχει κίνδυνος να ‘θυσιαστούν’ κι αυτές στον βωμό της αστικοποίησης. Για αυτό και οι επιστήμονες σε όλα τα μέρη της γης αυτή τη στιγμή μελετούν αυτό που αποκαλούν «λύσεις βασισμένες στη φύση» (Nature Based Solution), που μεταφράζονται σε επαναφορά της φύσης στην πόλη (ReNature cities) και επανασύνδεσης των ανθρώπων μαζί της ώστε να γίνει το δομημένο περιβάλλον πιο ‘υγιές’ και καλύτερο μέρος για να ζούμε.
Οι ειδικοί κρίνουν ότι οι «λύσεις βασισμένες στη φύση» είναι πλέον πιο σημαντικές από ποτέ. Καθώς οι πόλεις μας γίνονται όλο και λιγότερο ανθρώπινες, μειώνεται η επαφή μας με τη φύση, η διατήρηση της οποίας ήταν παραδοσιακά ένα «τυφλό σημείο» για πολεοδόμους και μηχανικούς. Επικεντρώθηκαν όλοι στις μεταφορές, τη στέγαση, τη βιομηχανία και τις υποδομές και άφησαν τη φύση ως δεύτερη προτεραιότητα. Με τον καιρό δημιουργήθηκαν πολλά ‘γκρίζα’ και μη ελκυστικά αστικά περιβάλλοντα που θερμαίνονται υπερβολικά, πλημμυρίζουν εύκολα και είναι πολύ ανθυγιεινά για να περνάμε τη ζωή μας. Τα καλά νέα βέβαια είναι ότι η ‘βιομηχανία’ των «βασισμένων στη φύση λύσεων» (NBS) ωριμάζει, αναδεικνύοντας όλο και περισσότερους τρόπους για να πρασινίσουμε ξανά τις πόλεις μας.
«Η αστικοποίηση θα οδηγήσει περίπου 6 δισεκατομμύρια κατοίκους στα αστικά κέντρα μέχρι το 2050, ενώ οι πόλεις θα εκτεθούν περισσότερο στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως είναι οι υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου καθώς και τα εντεινόμενα φυσικά φαινόμενα. Οι πόλεις συνεισφέρουν περίπου το 70% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο, παρουσιάζοντας μια ταχεία αύξηση στα ποσοστά του CO2 μετά την πανδημία», αναφέρει η Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Στέλλα Τσόκα.
Ανάγκη επαναφοράς της φύσης στις ελληνικές πόλεις…
Με βάση τα διεθνή δεδομένα, επείγει η αντιμετώπιση του φαινομένου Urban Heat Island, UHI (αστική θερμονησίδα), το οποίο δεν είναι ένα σταθερό συμβάν αλλά ποικίλει ανάλογα με τις εποχές και ενισχύεται από διάφορους παράγοντες.
«Τα Δεδομένα Παγκόσμιου Πληθυσμού του 2023 δείχνουν ότι τα ετήσια ποσοστά θνησιμότητας ανά 100.000 ανθρώπους σε διάφορες χώρες εξαιτίας της θερμικής επίδρασης της κλιματικής αλλαγής, συνεχώς αυξάνονται. Τα διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα αναφέρονται στην ετήσια μέση μεταβολή για την περίοδο 2040-2059 και σύμφωνα με το σενάριο Μέτριων Εκπομπών από την ανάλυση που παρουσιάστηκε από το Climate Impact Lab και από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (UNDP), υποδεικνύουν τον θάνατο 10 ατόμων ανά 100.000 άτομα ετησίως!», προσθέτει η Ελληνίδα επιστήμονας. Με άλλα λόγια θα πεθάνουμε από τη ζέστη αβοήθητοι και «πνιγμένοι» μέσα στο τσιμέντο.
Σύμφωνα με τη Δρα Τσόκα, οι ελληνικές πόλεις ανήκουν στα πιο πυκνά αστικά δομημένα περιβάλλοντα στην Ευρώπη, με το 61,2% του ελληνικού πληθυσμού να κατοικεί σε αυτές. Μόνο οι μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και η Θεσσαλονίκη συγκεντρώνουν πάνω από το 1/3 του συνολικού πληθυσμού σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στις 18 μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις (με περισσότερους από 50.000 κατοίκους η καθεμιά) κατοικεί περίπου το 80% του πληθυσμού, ενώ το υπόλοιπο 20% κατοικεί σε άλλες 66 πόλεις (των 10.000 έως 50.000 κατοίκων).
Στον Δήμο Αθηναίων, ανά 1000 στρέμματα συνωστίζονται περισσότεροι από 19.000 κάτοικοι, ενώ ακόμη μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού παρουσιάζει η Θεσσαλονίκη με 20.429,20 άτομα/1000 στρέμματα. Την ίδια στιγμή που στο Βερολίνο, στην ίδια έκταση κατοικούν περίπου 3.800 άτομα, στο κέντρο του Λονδίνου 8.900 άτομα, στη Στοκχόλμη μόνο 281 άτομα και στη Ζυρίχη 733 άτομα.
«Η αρχιτεκτονική των ελληνικών πόλεων δεν έχει δική της ξεχωριστή ταυτότητα και αυτό οδηγεί σε μια άτακτη μορφή με λιγότερο χώρο πρασίνου ανά άτομο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Σύμφωνα με στοιχεία από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, η Αθήνα βρίσκεται στη δεύτερη θέση πριν το τέλος στη λίστα των ευρωπαϊκών πρωτευουσών με τις συνολικές πράσινες υποδομές, τον αστικό χώρο πρασίνου και την αστική δενδροκάλυψη. Συγκεκριμένα, η Αθήνα έχει 11% αστική δενδροκάλυψη και 17% συνολικές πράσινες υποδομές, ενώ οι αντίστοιχες τιμές στις ευρωπαϊκές πόλεις είναι μεταξύ 30% και 42% κατά μέσο όρο», λέει η κα. Τσόκα
Προσομοιώνοντας το μικροκλίμα…
Η κα. Τσόκα, για να αξιολογήσει την ικανότητα των δέντρων της γειτονιάς να δρουν αποτελεσματικά εναντίον της αυξημένης θερμοκρασίας του αέρα στο εξωτερικό και εσωτερικό περιβάλλον, της θερμικής δυσφορίας, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του ενεργειακού κόστους που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή, και να προάγουν τη δημόσια υγεία και την ευημερία των πολιτών, συντονίζει το εθνικό πρόγραμμα Re.Nature Cities. Και κάνει την αξιολόγηση μέσω πειραματικών και προσομοιωτικών μέσων.
Το πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας), που «τρέχει» ήδη και ολοκληρώνεται τον προσεχή Οκτώβριο, αξιολογεί το μικροκλίμα στις γειτονιές των ελληνικών πόλεων, με βάση τις τρέχουσες και μελλοντικές συνθήκες κλιματικής αλλαγής. Αξιολογεί επίσης, την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, αλλά και τη θερμική άνεση σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, με στόχο να παράσχει κατευθυντήριες γραμμές για τη συμβολή των δέντρων στους δρόμους ως λύσεων για την κλιματική ανθεκτικότητα των αστικών περιοχών που βασίζονται στη φύση. Με άλλα λόγια επιχειρεί να ποσοτικοποιήσει τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής.
«Στους στόχους του έργου είναι να δημιουργήσουμε μια πειραματική βάση δεδομένων υψηλής ακρίβειας για το φύλλωμα και για τα θερμικά και αεροδυναμικά χαρακτηριστικά κοινών αστικών ειδών δέντρων, που θα είναι διαθέσιμη για τη συνολική ακριβή αξιολόγηση του ρόλου των δέντρων στις πόλεις. Επίσης αναπτύσσουμε μια εργαλειοθήκη λήψης αποφάσεων, η οποία θα επιτρέψει την καλύτερη επιλογή δέντρων για τους δρόμους στις αστικές περιοχές, αλλά και τα ιδανικά μοτίβα φύτευσής τους», αναφέρει η κα. Τσόκα.
Προς αυτή την κατεύθυνση, καταλυτική είναι η συνεργασία με το Εργαστήριο Τεχνολογικών Καινοτομιών Προστασίας Περιβάλλοντος της Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Το ΕΜΠ, ως συνεργαζόμενος φορέας του έργου ήταν υπεύθυνο για τη διεξαγωγή μετρήσεων αεροδυναμικών χαρακτηριστικών τυπικών αστικών δέντρων εντός μιας διάταξης αεροσήραγγας, που είναι μοναδική αυτού του μεγέθους στην Ελλάδα και η μεγαλύτερη στα Βαλκάνια.
Τρισδιάστατη προσομοίωση σε τρία βήματα…
Για τις ανάγκες του έργου χρησιμοποιείται το εργαλείο 3D προσομοίωσης ENVI-met, που μπορεί να μοντελοποιήσει τις αλληλεπιδράσεις επιφάνειας-φυτού-αέρα του αστικού περιβάλλοντος σε μικροκλίμακα, σε δύο τυπικές αστικές συνοικίες της Αθήνας. Οι περιοχές μελέτης έχουν το ίδιο μέγεθος, 30.000 m2 και διαφορετικά γεωμετρικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά που είναι αντιπροσωπευτικά.
«Η διαδικασία περιλαμβάνει τρία κύρια βήματα, τον προσδιορισμό των περιοχών-στόχων για εστιασμένη ανάλυση, την παραγωγή των κλιματικών δεδομένων με βάση τις συγκεκριμένες τοποθεσίες για τις τρέχουσες συνθήκες και τη μελλοντική προβολή της κλιματικής αλλαγής και τέλος, προσομοιώσεις εντός του τρισδιάστατου περιβάλλοντος του ENVI-met microclimate mode», λέει η κα Τσόκα.
Οι αστικές συνοικίες της μελέτης χαρακτηρίζονται από ζεστά, ξηρά καλοκαίρια, ήπιους, υγρούς χειμώνες και ομοιόμορφα κατανεμημένες βροχοπτώσεις σε όλη τη διάρκεια του έτους. Τον χειμώνα ο μέσος όρος ημερήσιας θερμοκρασίας είναι κοντά στους 9,03 °C με πιο κρύο μήνα τον Ιανουάριο και το καλοκαίρι, οι τιμές είναι μεταξύ 31,83 °C και 21,27 °C αντίστοιχα, με τη μέγιστη καταγεγραμμένη θερμοκρασία του αέρα των τελευταίων δεκαετιών σπάνια να ξεπερνά τους 40 °C.
Οι προσομοιώσεις πραγματοποιήθηκαν μια τυπική καλοκαιρινή μέρα, για τον μήνα Ιούλιο, για μια περίοδο αναφοράς 1980-2000 (Σενάριο 1) και για μελλοντικές περιόδους 2040-2060 (Σενάριο 2), 2080-2099 (Σενάριο 3). Οι κλιματικές παράμετροι που εξετάστηκαν περιλαμβάνουν θερμοκρασία αέρα (Tair), μέση θερμοκρασία ακτινοβολίας (Tmrt) και θερμοκρασία επιφάνειας (Tsurf).
«Τα αρχικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η υπάρχουσα βλάστηση δεν βελτιώνει σημαντικά τη θερμοκρασία του αέρα, αλλά οι δρόμοι με δενδροφυτεύσεις δείχνουν χαμηλότερες Tmrt και Tsurf, όπως αναμενόταν. Αυτό θα έχει σημαντικότατη επίδραση στη βελτίωση της θερμικής άνεσης των πεζών τους θερινούς μήνες. Η μεγαλύτερη άνοδος της θερμοκρασίας του αέρα παρατηρήθηκε στο Σενάριο 2 (2040-2060), όπου η αύξηση ξεπέρασε το 10%. Μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα (Σενάριο 3) η άνοδος της θερμοκρασίας του αέρα συνεχίστηκε με χαμηλότερο ρυθμό 2%. Συνολικά, η προβλεπόμενη αλλαγή στο κλίμα θα αυξήσει τη θερμοκρασία του αέρα στις αστικές περιοχές και θα επιδεινώσει την ανθρώπινη θερμική άνεση», συνοψίζει η κα. Τσόκα
Προχωρώντας, το έργο οι επιστήμονες σχεδιάζουν να αναλύσουν δεδομένα από ημέρες με ακραίες καιρικές συνθήκες, για να κατανοήσουν πλήρως τη μεταβλητότητα του κλίματος, εξερευνώντας και τα πιο απαισιόδοξα σενάρια και τις προκλήσεις που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι πόλεις μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα.