Αναδρομές στην ιστορία του τόπου μας. Από μια αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού στην Καστοριανή Εστία.
Υπήρχαν ένα σωρό επαγγέλματα στην παλιά Καστοριά, που σήμερα, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, έχουν περάσει πλέον στον κόσμο των αναμνήσεων…
Κάποια από αυτά προκαλούν σήμερα νοσταλγία. Και άλλα πάλι μοιάζουν εντελώς γραφικά, ου προκαλούν γέλιο και ειρωνεία! Όλα πάντως ήταν έντιμα και εξυπηρετικά που έφερναν ένα καλό εισόδημα στο σπίτι.
Από τους πιο χαρακτηριστικούς επαγγελματίες της παλιάς Καστοριάς, ήταν ο “Φαναρτζής” ο οποίος κάθε βράδυ, πριν σκοτεινιάσει, έβαζε την σκάλα στον ώμο και μ΄ένα δοχείο λευκό πετρέλαιο κι ένα κουτί σπίρτα, έπαιρνε στην σειρά τους στύλους με τα φανάρια, για ν΄ ανάψει τις “λαμπούσκες”, πριν τον πάρει η νύχτα…
Η φιγούρα του φαναρτζή κυκλοφορούσε κάθε σούρουπο στην Καστοριά, μέχρι που οι γκαζόλαμπες αντικαταστάθηκαν από τις λάμπες της Ηλεκτρικής Εταιρείας του Δήμου.
Ένας άλλος επαγγελματίας εκείνης της εποχής ήταν ο “Καρεκλάς” ο οποίος κυκλοφορούσε σε δύο εκδοχές: Αυτή του στεγασμένου που διατηρούσε δικό του μαγαζάκι στην αγορά της πόλης. Κι εκείνη του περιπλανώμενου, που συνήθως ερχόταν από μακριά και κρατώντας ένα δεμάτι “παπίρι” στην πλάτη, περιφέρονταν στις γειτονιές και διόρθωνε επί τόπου τις καρέκλες των νοικοκυραίων. Συνήθως την αποκλειστικότητα στους καρεκλάδες του δρόμου, την είχαν οι γύφτοι, οι οποίοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, φωνάζοντας “ο καρεκλάς” μ΄ έκείνη την περίεργη προφορά που προκαλούσε γέλιο.
Ένα άλλο είδος επαγγελματία ήταν οι “Νερουλάδες” οι οποίοι μετέφεραν στα σπίτια νερό από την Ντόμπλιτσα”, με τα “γκιούμια” που ήταν φορτωμένα πάνω στα γαϊδουράκια. Η “Ντόμπλιτσα” η οποία υπάρχει και σήμερα, ήταν η κοντινότερη πηγή και το νερό της ήταν κρυστάλλινο. Το επάγγελμα του νερουλά εξαφανίστηκε μόλις ο Δήμος εγκατέστησε το πρώτο δίκτυο ύδρευσης στην πόλη.
Μια άλλη τάξη επαγγελματιών ήταν οι “Τενεκετζήδες” ή “Γκαζοτενεκέδες” οι οποίοι μάζευαν τα κουτάκια από τις κονσέρβες, που ήταν το πρώτο υλικό για την δουλειά τους και μ΄ αυτά έκαναν τα πάντα που έχουν σχέση με το νοικοκυριό. Οι τενεκετζήδες εξαφανίστηκαν από την πιάτσα στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 όταν μπήκε στην ζωή μας το πλαστικό και από τότε άλλαξαν όλα στα είδη οικιακής χρήσης και όχι μόνο!
Μια ξεχωριστή θέση στη λίστα των μικροεπαγγελματιών κατέχει αναμφισβήτητα το επάγγελμα του “Παπουτσή”, που στην αρχή ξεκίνησε σαν πλανόδιο και στην συνέχεια απέκτησε στέγη, επεκτείνοντας την δραστηριότητά του και στο εμπορικό μέρος του αντικειμένου. Στην αρχή ο παπουτσής περιφέρονταν στις γειτονιές και έκανε επί τόπου επιδιορθώσεις στα παπούτσια με τα σύνεργα που είχε στο κασελάκι του. Αν όμως κάποιος ήθελε να παραγγείλει καινούργια παπούτσια, έπρεπε να περάσει από το μαγαζί, για να του πάρουν τα “μέτρα”…
Το επάγγελμα του “Φωτογράφου” ήταν από τα πιο ελκυστικά εκείνης της εποχής, γιατί είχε να κάνει με καλλιτεχνία και απευθύνονταν στον… ναρκισσισμό των ανθρώπων – ιδίως των γυναικών – που δεν θα λείψει ποτέ από την ζωή μας!
Ο φωτογράφος είχε δύο ιδιότητες: Διατηρούσε και μαγαζί που αργότερα ονομάστηκε “studio” και όταν χρειαζόταν, έπαιρνε την μηχανή με τον τρίποδα στο ώμο και περιφέρονταν σε γιορτές και πανηγύρια, για να βγάλει φωτογραφίες.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας όμως έφερε μεγάλο ανταγωνισμό στο επάγγελμα του φωτογράφου, από τους ερασιτέχνες του είδους, οι οποίοι αγόραζαν μια φορητή μηχανή τσέπης και μ΄ αυτή έβγαζαν όσες φωτογραφίες ήθελαν, με ελάχιστο κόστος…
Κάποτε όταν τα ζώα και κυρίως τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια ήταν το κυριότερο μεταφορικό μέσο, ανθούσε το επάγγελμα του “Σαμαρά” ή “Σαγματοποιού”, όπως ήταν επί το επιστημονικότερο…
Σήμερα που τα αυτοκίνητα έγιναν περισσότερα από τους … ανθρώπους, οι σαμαράδες έγιναν… μουσειακό είδος, για να κοσμούν τα λαογραφικά μουσεία των πόλεων και να θυμίζουν στους επισκέπτες την επαγγελματική εξέλιξη των προγόνων τους…
Άλλο ένα επάγγελμα που έπεσε θύμα στην εξέλιξη της τεχνολογίας, ήταν το επάγγελμα του “Ωρολογά”, το οποίο από τότε που πλημμύρισε η αγορά από φθηνά γιαπωνέζικα ρολόγια, έμεινε χωρίς δουλειά! Γιατί ήταν προτιμότερο σε κάποιον να αλλάξει ρολόι, παρά να διορθώσει το παλιό!
Όταν κάποιος αγόραζε ένα οικόπεδο και ήθελε να χτίσει σπίτι, το πρώτο που έπρεπε να κάνει, ήταν να φωνάξει τους “Πετράδες”, να καθαρίσουν το οικόπεδο και να βρουν τον “χάντακα”, όπου θα έριχναν τα απόνερα της κουζίνας και τα λύματα από τους καμπινέδες!
Η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη για τον “χάντακα” που έκαναν γλέντι για να ευχαριστήσουν τους πετράδες για την “επιτυχία” τους.
Μ΄ένα πριόνι και ένα τρίποδα στον ώμο, γυρνούσαν στις γειτονιές της Καστοριάς οι “Ξυλοκόποι” και με την δυνατή φωνή τους δήλωναν την παρουσία τους, για όσους είχαν αγοράσει πρόσφατα ξύλα και έπρεπε να τα κόψουν σε μικρά τεμάχια είτε για την σόμπα είτε για το τζάκι.
Χαρακτηριστική ήταν η παρουσία των “Λούστρων” στις πολυσύχναστες γωνιές της Πάνω και Κάτω Αγοράς, όπου χτυπώντας ρυθμικά το κασελάκι με τα σύνεργά τους, καλούσαν τους περαστικούς να προσέλθουν για να τους γυαλίσουν τα παπούτσια. Τα χτυπήματα ανέβαζαν ένταση, μόλις περνούσε από δίπλα τους, κάποιος καλοντυμένος κύριος που πρόσεχε την εμφάνισή του “από την κορυφή μέχρι τα νύχια”…
Μια άλλη κατηγορία επαγγελματιών που κινούνταν ανάμεσα στους ψαράδες της λίμνης και τους ιχθυοπώλες της λιανικής, ήταν οι “Μεταπράττες”. Αυτοί μεσολαβούσαν στις αγοραπωλησίες των ψαριών, όταν η λίμνη έδινε μεροκάματα στον περισσότερο πληθυσμό της πόλης και αργότερα εμφανίστηκαν σαν “μεσίτες” στην γούνα.
Οι παλαιότεροι θα αναπωλούν με νοσταλγία τον “κόραβο χαλβά” που έπαιρναν από τον πλανώδιο “Χαλβατζή” ο οποίος κυκλοφορούσε ανάμεσα στον κόσμο με το ταψί στο κεφάλι.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που χάθηκε η φιγούρα του χαλβατζή από την πιάτσα της Καστοριάς.
Όπως χάθηκε κι ο περίφημος “Σανταλαβίζος”, ο γραφικός εκείνος τύπος που γύριζε στις γειτονιές μ΄ένα αυτοσχέδιο πάγκο, πουλώντας τηγανισμένα ψάρια με μια φέτα ψωμί και φώναζε διαλαλώντας την πραμάτια του: “Με λένε Σάντα Λαβίζο, στις γειτονιές γυρίζω και ψάρια τηγανίζω…”!
Ο “Σανταλαβίζος” είχε την τιμητική του την μέρα που γίνονταν το παζάρι. Τότε έστηνε τον πάγκο του απέναντι από την Τράπεζα και περίμενε τους παζαριώτες που κατέβαιναν από τα χωριά τους, οι οποίοι έκαναν ουρά, για να πάρουν το ζεστό ψάρι με την φέτα το ψωμί…