Πλήρη ανατροπή στα δεδομένα της αγοράς ενέργειας έχει φέρει η ενεργειακή κρίση, καθώς έχει απογειώσει την τιμή του φυσικού αερίου, το οποίος, ως καθαρότερο καύσιμο από το λιγνίτη και το πετρέλαιο είχε επιλεγεί ως μεταβατικό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ευρωπαϊκή πολιτική ενέργειας είχε οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός συστήματος αντικινήτρων για τη χρήση λιγνίτη και πετρελαίου, καθώς για τη χρήση αυτών των καυσίμων στη βιομηχανία πρέπει να χρησιμοποιούνται Δικαιώματα Εκπομπής Ρύπων τα οποία πωλούν τα κράτη μέλη.
Βέβαια, τις τελευταίες μέρες, λόγω των μεγάλων ανατροπών, η Ε.Ε. επανεξετάζει το όλο θέμα και ήδη η Κομισιόν έδωσε πράσινο φως για την χρήση λιγνίτη.
Η ενεργειακή κρίση εκτόξευσε την τιμή του φυσικού αερίου πάνω από τα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα τις τελευταίες ημέρες, ενώ πριν ένα χρόνο ήταν στα 20 ευρώ.
Η τιμή των δικαιωμάτων ρύπων έχει εκτοξευτεί και αυτή και από περίπου 30 ευρώ που ήταν πριν ένα χρόνο βρίσκεται τώρα στα 65 ευρώ (είχε «χτυπήσει» και 90 ευρώ πριν ένα μήνα).
Με τις τιμές του φυσικού αερίου στα χαμηλά επίπεδα που βρισκόταν στο παρελθόν, η χρήση του ήταν πιο συμφερουσα για την παραγωγή ηλεκτρικού, καθώς χρειάζονταν πολύ λιγότερα δικαιώματα ρύπων, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο καύσιμο είναι πολύ πιο «καθαρό» σε σχέση με το λιγνίτη και το πετρέλαιο.
Όμως η έκρηξη της τιμής του έχει αντιστρέψει την κατάσταση και έχει οδηγήσει την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που παράγεται με φυσικό αέριο στα ύψη.
Με τιμή φυσικού αερίου στα 200 ευρώ που διαμορφώνεται τις τελευταίες ημέρες το κόστος παραγωγής ηλεκτρικού διαμορφώνεται στα 454 ευρώ για τις καινούριες μονάδες παραγωγής και στα 516,25 ευρώ η μεγαβατώρα (MWh) για τις παλαιότερες μονάδες. Όπως εξηγούν ειδικοί της αγοράς, το κόστος υπολογίζεται με την τιμή μονάδας επί συντελεστή 2 για καινούριες μονάδες παραγωγής υψηλής αποδοτικότητας ή επί συντελεστή 2,5 για παλαιότερες μονάδες. Στο κόστος αυτός προστίθεται και το κόστος του Δικαιώματος Εκπομπής Ρύπων κατά 25% (καθώς το φυσικό αέριο εκπέμπει μεν λιγότερους ρύπους, αλλά δεν είναι 100% καθαρό).
Την ίδια στιγμή, το κόστος για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος με λιγνίτη διαμορφώνεται με βάση το κόστος του καυσίμου συν το κόστος παραγωγής (που υπολογίζεται σε 30 ευρώ) συν το κόστος του δικαιώματος ρύπου επί συντελεστή 1,5 (γιατί ο λιγνίτης είναι 6 φορές πιο ρυπογόνος από το φυσικό αέριο) που μας οδηγεί σε κόστος 127,5 eυρώ/MWH (30+(65×1,5=97,5 ευρω)= 127,5 ευρώ/MWh
Με τα δεδομένα αυτά η διαφορά στο κόστος παραγωγής είναι περί τα 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα επί συνόλου παραγωγης περίπου 150.000μεγαβατώρες, ήτοι περίπου 1,3 δισ ευρώ επιπλέον κόστος το μήνα, εάν κάνουμε μια θεωρητική αναγωγή υπολογίζοντας το συνολικό κόστος παραγωγής με τη μία και την άλλη μέθοδο.
Αυτή η ανατροπή έχει φέρει σε πλήρες αδιέξοδο την ενεργειακή πολιτική και αναδεικνύει την αστοχία της βιασύνης που επέδειξε η ελληνική κυβέρνηση να απεμπολήσει το λιγνίτη ως καύσιμο τη στιγμή που άλλες χώρες όπως η Πολωνία αλλά και η ίδια η Γερμανία είχαν μεν σχέδια απόσυρσης του λιγνίτη, αλλά σε βάθος 20ετίας και 30ετίας.
Και τούτο τη στιγμή, μάλιστα, που η Ελλάδα έχει επάρκεια λιγνίτη (η Γερμανία εισάγει), χωρίς όμως να διαθέτει πλέον εκσυγχρονισμένες παραγωγικές μονάδες με τεχνολογία χαμηλότερης ρύπανσης.
Πηγή: politicus.gr