Οι φυλακές της Καστοριάς – από μια αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού στην Καστοριανή Εστία

Αναδρομές στην Ιστορία του τόπου μας!

Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα επαναστατικά κινήματα στην Δυτική Μακεδονία, η Οθωμανική διοίκηση αποφάσισε να αναδιοργανώσει το σωφρονιστικό σύστημα, με την λειτουργία φυλακών σε κάθε έδρα καζά, δηλ. σε κάθε πρωτεύουσα νομού.


Στην Καστοριά οι φυλακές στεγάστηκαν σ΄ ένα παλιό, οθωμανικό κτήριο, που βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από την κεντρική πύλη του κάστρου, στην σημερινή  πλατεία Δαβάκη, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1968, για να κτισθεί το Δικαστικό μέγαρο της πόλης.

Μπροστά από τις φυλακές υπήρχε το κτήριο της τουρκικής διοίκησης και η κατοικία του Τούρκου μπέη, όπου μετά την απελευθέρωση του 1912 είχε τα γραφεία του ο βουλευτής Μενέλαος Μπατρίνος. Ενώ στην θέση που είναι σήμερα το άγαλμα του Δαβάκη, υπήρχε το Κουλέ Τζαμί ένα από τα εφτά τζαμιά της πόλης.

Εκεί αργότερα  τα αυτοκίνητα που κατέβαιναν από τον Αη Θανάση, έπρεπε να κάνουν μια μεγάλη στροφή, για να φθάσουν στην Κάτω Αγορά, την οποία διάνοιξε ο μετέπειτα Δήμαρχος Καστοριάς Σωτήριος Ζήκος, επειδή είχαν γίνει μερικά θανατηφόρα ατυχήματα!

Η είσοδος των φυλακών ήταν από την πλευρά της ανηφοριάς προς το Τσαρσί, δηλ. από την σημερινή οδό Μητροπόλεως και έπρεπε να ανεβούμε τα πέτρινα σκαλιά για να φθάσουμε στην κεντρική πύλη.Στην δεξιά πλευρά υπήρχε το “κουβούκλιο” της σκοπιάς, που έλεγχε την είσοδο των φυλακών και δίπλα το γραφείο του δεσμοφύλακα.
Μπαίνοντας από την είσοδο βρισκόμασταν στο προαύλιο της φυλακής. Δεξιά μας υπήρχαν τρία δωμάτια (κελιά) στην σειρά και απέναντι άλλα τρία. Το κάθε δωμάτιο είχε εμβαδόν 12 περίπου τετραγωνικά μέτρα και είχε παράθυρα με σιδεριές από την δεξιά πλευρά προς τα έξω. Ενώ από την απέναντι πλευρά είχε παράθυρα μόνο προς τα μέσα, τα οποία φωτίζονταν από το προαύλιο. Το επόμενο κτήριο που βλέπαμε από την πρόσοψη, ήταν οι γυναικείες φυλακές και στο βάθος, υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι.

Παράρτημα των γυναικείων φυλακών υπήρχε λίγο πιο πάνω σε ένα στενό της οδού Παπαρέσκα και στεγάζονταν σε ένα παλιό τούρκικο σπίτι.

Το πρωί ξεκλείδωναν τις πόρτες των κελιών οι δεσμοφύλακες και οι κρατούμενοι αφού περνούσαν από τις τουαλέτες και τις βρύσες για να πλυθούν, έβγαιναν στο προαύλιο, για “ξεμούδιασμά” από τον βραδινό ύπνο, που γινόταν “σρωματσάδα”, σε μια κουβέρτα που έφερναν μαζί τους απ΄ το σπίτι!

Μέσα στα κελιά, δεν υπήρχαν ούτε τραπέζια ούτε σκαμνιά ούτε καρέκλες για να καθίσουν. Το φαγητό το έφερναν από το σπίτι οι συγγενείς των κρατουμένων και το παρέδιδαν στους δεσμοφύλακες, οι οποίοι μετά από εξονυχιστικό έλεγχο το πήγαιναν στα κελιά την καθορισμένη ώρα!

Ο δεσμοφύλακας ήταν μόνιμος με στολή, τον έλεγαν Σπύρο Τσούκη και φορούσε καπέλο για να ξεχωρίζει από τους δύο βοηθούς, οι οποίοι άλλαζαν ανά τακτά διαστήματα.

Ο κ. Νίκος Πιστικός είχε την ατυχία να γνωρίσει το εσωτερικό της φυλακής στα μαύρα χρόνια  της κατοχής!

Ήταν μια Κυριακή του 1943 και ο ίδιος ετοιμάστηκε να πάει στην εκκλησία, όπως έκανε πάντα.

Τότε άκουσε να χτυπάει κάποιος με δύναμη το “τσουκαλίδι” της εξώπορτας.  Ήταν ο συμπολίτης του Μιχάλης Λίτσκας, ο οποίος του ζήτησε να τον ακολουθήσει μέχρι την Καραμπινερία.
Η ιταλική φρουρά στεγάζονταν τότε στο σπίτι του Εβραίου Κονφίνου που βρίσκονταν στο Τσαρσί και μόλις μπήκαν στο γραφείο του διοικητή άρχισε η ανάκριση… με διερμηνέα τον Μ. Λίτσκα, που γνώριζε ιταλικά.
Από τις πρώτες ερωτήσεις ο νεαρός Νίκος Πιστικός κατάλαβε ότι οι Ιταλοί ενδιαφέρονταν να μάθουν ποιοι πωλούσαν τα κινίνα και από πού τα προμηθεύονταν.  Ήταν το φάρμακο κατά της ελονοσίας η οποία “θέριζε” εκείνη την περίοδο.

Τότε εκείνος αυθόρμητα τους απάντησε ότι είναι κι αυτός άρρωστος και παρακάλεσε τους Ιταλούς στρατιώτες να τον προμηθεύσουν με μερικά χάπια, από αυτά που τους περίσσευαν, για να γιατρευτεί…
Οι Ιταλοί όμως επέμειναν να μάθουν τα ονόματα των διακινητών των κινίνων, γιατί υποψιάζονταν ότι μ΄ αυτά προμήθευαν και τους αντάρτες…
Όταν μετά από αφόρητες πιέσεις ο νεαρός τότε Νίκος Πιστικός έδωσε ανυποψίαστος το όνομα του Θωμά Μαλεγκάνου, γνωστότερου με το ψευδώνυμο “Ράκκος”, ο Ιταλός ανακριτής έδωσε εντολή στον Μ. Λίτσκα, να τον οδηγήσει στις φυλακές, μέχρι να “ξεκαθαρίσουν” την υπόθεση!
Την ίδια μέρα συνέλαβαν τον κουρέα Σίμο Πανίδη καθώς και τον φούρναρη Στάθη, τους οποίους αφού τους ανέκριναν τους άφησαν ελεύθερους.
Μια μέρα, μετά την σύλληψή του ο Νίκος Πιστικός, άκουσε φωνές και ουρλιαχτά από το γραφείο του δεσμοφύλακα των φυλακών που τον έκαναν να τρομοκρατηθεί περισσότερο!
Οι Ιταλοί είχαν συλλάβει τον Θωμά Μαλεγκάνο και τον χτυπούσαν “φάλαγγα”, για να ομολογήσει που πήγαινε τα κινίνα τα οποία είχε συγκεντρώσει από διάφορους.

Στο τέλος υπέκυψε και ομολόγησε ότι προμήθευε μ΄ αυτά τους αντάρτες!
Όταν έμαθαν αυτό που ήθελαν οι Ιταλοί, μετέφεραν τον Θωμά στο Αμύνταιο και από εκεί με τρένο για τις φυλακές της Λάρισας. Καθ΄οδόν όμως, αυτός πήδηξε από το τρένο και κατάφερε να δραπετεύσει και να φτάσει στο βουνό όπου συνάντησε τους αντάρτες! Όταν αργότερα ηρέμησαν τα πράγματα, ο Θωμάς Μαλεγκάνος επέστρεψε στην Καστοριά, όπου έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Όταν ο Νίκος Πιστικός βρέθηκε έγκλειστος των φυλακών, γνώρισε κι άλλους συγκρατούμενους:

Ανάμεσά τους ένας ασπρομάλης σχεδόν γέροντας, με επιβλητικό παράστημα, που κάθονταν πάντα αμίλητος, γιατί ήξερε τί τον περιμένει…
Ήταν ο περίφημος μακεδονομάχος Λάκης Νταηλάκης από την Λεύκη,πατέρας του στρατηγού Νταηλάκη.
Στο ίδιο κελί ήταν ο ξυλέμπορος Βασίλης Τσάμης, πατέρας του Γρηγόρη Τσάμη και ένας από την Μηλίτσα που τον έλεγαν Θύμιο αλλά ήταν νησιώτης στην καταγωγή.

Η περιπέτεια του Νίκου Πιστικού στις φυλακές της Καστοριάς κράτησε περίπου 15 μέρες αλλά του φάνηκαν αιώνες…

Φυλακές Καστοριάς, Νίκος Πιστικός, Καστοριά, kastorianiestia.gr, Λαογραφία
Φυλακές Καστοριάς, Νίκος Πιστικός, Καστοριά, kastorianiestia.gr, Λαογραφία