Μέσα από τη στήλη της “Βιβλιοπαρουσίασης” συνεχίζουμε το συναρπαστικό μας ταξίδι στον κόσμο του βιβλίου με το μυθιστόρημα της Καστοριανής συγγραφέως Σοφίας Κλειούση “Μνήμες εδεσματολογίου”, από τις εκδόσεις Δωδώνη.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Σοφία Κλειούση (1971 – 2025) γεννήθηκε στην Καστοριά. Σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. με ειδικότητα στον τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών. Από το 2001 υπηρετούσε στη δημόσια μέση εκπαίδευση. Είχε ασχοληθεί συστηματικά με το θέατρο στην εκπαίδευση, οργανώνοντας θεατρικές παραστάσεις στα πλαίσια σχολικών πολιτιστικών προγραμμάτων. Είχε τιμηθεί με έπαινο στον 33ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών για το διήγημά της “Οδός Κυρίτση” (2015) και με έπαινο στους Λ΄ Πανελλήνιους Αγώνες Ποίησης Δελφών (2015) για το ποίημά της “Σήμερα”. Τον Σεπτέμβριο του 2015 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο “Λόπου Σετς” από τις εκδόσεις Δωδώνη. Τον Ιούλιο του 2016 συμμετείχε με το διήγημα “Καλοκαιρινοί Μουσαφιραίοι” στη συλλογική έκδοση “Καλοκαίρι και Καστοριά, Ποιήματα και πεζά, 19 Συγγραφείς, inkastoria”.
Κριτική παρουσίαση
Είναι σαν να διαβάζουμε κάποιες σελίδες από τα δικά μας τετράδια, εκείνα που είχαμε ξεκινήσει στην εφηβεία μας και καταχωρούσαμε εκεί τα πρώτα σκιρτήματα για τη ζωή που ξανοιγόταν μπροστά μας: Τα πρώτα μας αδέξια φλερτ, τις πρώτες μας διακοπές, τα πρώτα βηματάκια των παιδιών μας αργότερα. Την πρωτόλεια ιστορία της ζωής μας, τελοσπάντων.
Τα δικά μας τετράδια δεν τα χρειάστηκαν, τελικά, κάποιοι βιογράφοι μας, καθώς δεν υπήρξαν τέτοιοι, αλλά η Σοφία Κλειούση ανέλαβε η ίδια να κάνει βιβλίο τη ζωή της! Η βασική αρετή του βιβλίου της είναι το στυλ γραφής, βασισμένο στην φιλολογική της κατάρτιση. Χρησιμοποιεί έξυπνα συμπληρωμένες ή ανασκευασμένες φράσεις, αυτές που έχουμε συναντήσει στα διαβάσματά μας όσοι δηλώνουμε λάτρεις των βιβλίων κι απ’ αυτή της την πρακτική προκύπτουν ευφυολογήματα, εν πολλοίς πρωτότυπα, που κάνουν την ανάγνωση ευχάριστη! Αυτά στολίζουν το πρώτο διήγημα, το “Δελφινοκόριτσο”.
Στο δεύτερο διήγημα, “Κατόψεις ευτυχίας”, μεταφερόμαστε στα χρόνια της γουνοποιίας. Σε μία Καστοριά (που επιμένει να μη την κατονομάζει η συγγραφέας), σε μια πόλη γεμάτη με εργάτες κι όπου οι μηχανές γουργουρίζουν σε κάθε σπίτι, που οι σόμπες καίνε και ο “χαλές” είναι κάπου στην αυλή! Στις περιγραφές αυτού του διηγήματος κορυφώνεται το χιούμορ. Κι όσοι είμαστε εμβαπτισμένοι στην παγκόσμια λογοτεχνία, θυμόμαστε το “Τορτίλα Φλατ” του Στάινμπεκ και το “Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν” της Μπέτυ Σμιθ! Θυμόμαστε, σ’ αυτό το διήγημα τους δικούς μας μουσαφίρηδες που μας έρχονταν από τις Αμερικές και τις Αυστραλίες και μας αναστάτωναν ή τις σχετικές ταινίες με τους ομογενείς στον ασπρόμαυρο!
Το τρίτο διήγημα, που έχει δώσει και τον τίτλο στο βιβλίο, μπορεί να μη συναρπάζει, αλλά θυμίζει…
Με φόντο το ταπεινό χωριό στα νότια του τότε Νομού Καστοριάς (που δεν κατονομάζεται, επίσης) και την ακόμα πιό ταπεινή κουζίνα της γιαγιάς, πλέκεται μία ωδή στο εδεσματολόγιο, να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Οι γιαγιάδες μας, χωρίς να φοράνε τον σκούφο του σεφ, είχανε κάνει σκόνη τις συνταγές της Βέφας και του Μαμαλάκη και του Πετρεντζίκη! Και δέχονταν τα συγχαρητήρια χορτάτων και πεινασμένων, εξαντλώντας στην κουζίνα την καλλιτεχνική τους φύση μα και την αγάπη τους για τους δικούς τους… Το τέταρτο διήγημα εστιάζει στο χαρούμενο δράμα που περνάνε γενικώς οι πρωτοδιόριστοι υπάλληλοι. Χαρούμενο, γιατί διορίστηκαν επιτέλους και θα ανήκουν πλέον σε μία ευρεία οικογένεια συναδέλφων (και στο μισθολόγιο του κράτους), δράμα γιατί συναντάνε αυτό που βρίσκουν οι νέοι φαντάροι στο στρατό: τους λένε “γκαβάδια”! Σε τελευταία ανάλυση, το βιβλίο της Σοφίας Κλειούση είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, εμποτισμένο με την ανάλογη νοσταλγία…
Απόσπασμα
Αφουγκραζόμουν τους ήχους της βραδινής πόλης και είχα την αίσθηση ότι είχε περάσει μια ζωή ολόκληρη από τα χρόνια που αλωνίζαμε τα στενάκια του Απόζαρι και σκαρφαλώναμε από τα απότομα μονοπάτια στο δασάκι του Προφήτη Ηλία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η πόλη άλλαζε φυσιογνωμία μέρα με τη μέρα, παντού ξεφύτρωναν μαγαζιά και μαγαζάκια, μπαράκια, ντίσκο, παμπ , καφετέριες, και η κυρία Σάντρα πάσχιζε να χαλιναγωγήσει τις αυξανόμενες καταναλωτικές μας ορέξεις.
Οπισθόφυλλο
Μια απέραντη θάλασσα, ο φόβος και ένα εμβληματικό Ναυάγιο. Σπίτια δαιδαλώδη και πολύβουα οικογενειακά ανταμώματα του καλοκαιριού, που θυμίζουν τον πύργο της Βαβέλ, μέσα στην πράσινη σάλα.
Η κυριακάτικη εφημερίδα που συνωμοτικά παρέδιδε ο κύριος Θάνος στον πατέρα και οι τραγουδιστικές αναμνήσεις της προδομένης νιότης υπό τη θαυμαστή επενέργεια της Μαλαματίνας. Η θρυλική Zundapp του δασοφύλακα παππού, που όργωνε τα δασοσκέπαστα μονοπάτια και το στιβαρό χέρι που οδηγούσε το κορίτσι στα μυστικά της χιλιόχρονης βελανιδιάς. Η μυρωδιά του θρυλικού λικέρ, πρόσωπα αλαργεμένα, τραπέζια εορταστικά, εδέσματα αγαπημένα και το – αιρετικό τσιζ κέικ. Οι πολυτονικές περιπέτειες των μικρών μαθητών και η επεισοδιακή πρεμιέρα της νεοδιόριστης καθηγήτριας στην πόλη με τη σιδερένια ραχοκοκαλιά…
Στα τέσσερα αφηγήματα του έργου την πρώτη ύλη συνθέτουν οι μνημονικές ανακλήσεις της αφηγήτριας. Ο κόσμος είναι ιδωμένος από δυαδική σκοπιά: η απλοϊκή και αθώα ματιά του μικρού κοριτσιού εναλλάσσεται με τη γνώση και την εμπειρία -πικρή ενίοτε- της ωριμότητας.
Στις “Μνήμες εδεσματολογίου” απεικονίζεται μια εποχή μεταβατική κατά την οποία η κοινωνία μετασχηματίζεται και εισέρχεται στο στάδιο του καταναλωτισμού και του νεοπλουτισμού. Διαγράφονται στάσεις, ήθη και ανθρώπινες συμπεριφορές από τα νοσταλγικά χρόνια της αθωότητας μέχρι την πρόσφατη κρίση, οικονομική και αξιακή.
Οι ιστορίες στις “Μνήμες εδεσματολογίου” δεν έχουν την πρόθεση μιας αυτοβιογραφίας. Είναι εν τέλει οι δικές μας ιστορίες. Ένα τρυφερό κοίταγμα στην “πρώτη πατρίδα” μας, στην παιδικότητα, όταν ακόμη ο κόσμος είναι αδιάσπαστος και αρραγής. Και μια υπενθύμιση πως η ευτυχία και η συναισθηματική πληρότητα βρίσκονται στα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, στις μικρές μας στιγμές.
Το θέμα παρουσιάζεται για δεύτερη φορά προς τιμήν της αγαπημένης καθηγήτριας.
Δημήτρης Ιωαννίδης
