Αγωνία για την ελληνική αλευροβιομηχανία αλλά και την αρτοποιία, καθώς οι τιμές έχουν εκτοξευτεί, ενώ μετά το κλείσιμο της ουκρανικής και της ρωσικής αγοράς κάποιες ευρωπαϊκές χώρες απαγόρευσαν τις εξαγωγές σιτηρών
Σε σημείο μάλιστα που επικεφαλής γνωστής αλευροβιομηχανίας, που θέλει να τηρήσει την ανωνυμία του, έλεγε στο «business stories» πως έχει επιβάλει πλαφόν στις πωλήσεις ανά πελάτη προκειμένου να τους ικανοποιήσει όλους αλλά και να διατηρήσει όσο το δυνατόν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αποθέματα, μια και «σήμερα με τις τιμές που επικρατούν διεθνώς, μόνο ένας τρελός θα αγόραζε πρώτη ύλη!».
Ειδικά την τελευταία εβδομάδα, όπως εξηγεί, η ροή προμηθειών στην Ελλάδα έχει διασπαστεί. «Με απλά λόγια δεν κατεβαίνει σιτάρι από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ηδη κάποιες χώρες έχουν ανακοινώσει απαγόρευση εξαγωγών, όμως υπάρχουν κι άλλες που αποτελούν βασικούς προμηθευτές, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, οι οποίες πλέον δημιουργούν τεράστια προβλήματα στη διακίνηση. Εάν, για παράδειγμα, ένα φορτηγό χρειαζόταν περίπου δύο ώρες για να περάσει από τους ελέγχους στα σύνορα, σήμερα έχει φτάσει το 24ωρο, ενώ υπάρχει και μεγάλη πιθανότητα να μη το αφήσουν οι Αρχές να περάσει τη συνοριακή γραμμή, προφασιζόμενες διάφορους λόγους. Πλέον ακόμη και οι οδηγοί αρνούνται να μπουν σε μια τέτοια περιπέτεια. Και όχι μόνο με τα σιτηρά. Εδώ και μέρες είναι φορτωμένο πλοίο με καλαμπόκι, στο οποίο οι βουλγαρικές αρχές δεν δίνουν άδεια για απόπλου», λέει.
Ο ίδιος πάντως αποφεύγει να μιλήσει για πιθανές ελλείψεις στην αγορά. «Δεν νομίζω ότι θα φτάσουμε σε σημείο να λείπει το σιτάρι ή το αλεύρι από την αγορά. Πρώτα απ’ όλα είναι πολύ νωρίς να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο, αφού δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα αλευροβιομηχανία που να μην έχει αποθέματα τουλάχιστον για το επόμενο δίμηνο. Επίσης, παρά τον πανικό που επιδεικνύουν κάποιες χώρες προχωρώντας σε περιορισμούς στις εξαγωγές, εξακολουθούν να υπάρχουν εναλλακτικές πηγές. Το πρόβλημα είναι το μεγάλο κόστος! Ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, λ.χ., είναι μεγάλοι παραγωγοί, αλλά για να φέρεις φορτίο χρειάζεσαι τουλάχιστον δύο μήνες περιθώριο. Επειτα τα μεταφορικά είναι πολλαπλάσια σε σχέση με το να εισάγεις από ευρωπαϊκή χώρα… πέραν φυσικά της τιμής της πρώτης ύλης, που βρίσκεται πλέον σε επίπεδα-ρεκόρ».
Σε σχέση με πέρυσι οι τιμές στο μαλακό σιτάρι έχουν διπλασιαστεί και βρίσκονται πλέον στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, ξεπερνώντας πλέον τις τιμές της «διατροφικής κρίσης» του 2008 που είχε αποτελέσει και το «σπίρτο» για την «Αραβική Ανοιξη». Οι τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων σιτηρών στο Euronext, στο Παρίσι, έφτασαν την περασμένη εβδομάδα στα 450 ευρώ ο τόνος. Ρεκόρ και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στο Chicago Board of Trade (CBOT), όπου η τιμή των σιτηρών ξεπέρασε τα 13 δολ. το μπούσελ.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, από τους 900.000 τόνους μαλακού σιταριού που χρειάζεται η χώρα, οι 250.000 τόνοι, δηλαδή το 30%, εισάγονταν από τη Ρωσία και την Ουκρανία, ενώ αν προστεθεί και η Μολδαβία το ποσοστό αυτό φτάνει στο 35%. Τα ποσοστά βέβαια ανά εταιρεία και εισαγωγέα ποικίλλουν, όπως φάνηκε από τις απαντήσεις που παρείχαν οι εισηγμένες στο Χ.Α. αλευροβιομηχανίες στα σχετικά ερωτήματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Σύμφωνα με αυτές, το 17% της αξίας των συνολικών σιτηρών που άλεσε πέρυσι η Μύλοι Λούλη προήλθε από τις χώρες αυτές και ειδικότερα από τη Ρωσία. Η Κυλινδρόμυλοι Κ. Σαραντόπουλος, από την πλευρά της, κατά την προηγούμενη διετία προέβη σε αγορές σίτου προέλευσης Ρωσίας και Ουκρανίας μέσω τρίτων προμηθευτών. Οι αγορές αυτές, για τη χρήση 2021, αντιπροσωπεύουν περίπου το 32% της αξίας των συνολικών αγορών σίτου του ομίλου. Τέλος, στο 33% της συνολικής αξίας αγοράς σιτηρών ανήλθε το 2021 το ποσοστό της Μύλοι Κεπενού σε πρώτες ύλες (σιτηρά) από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Και οι τρεις εταιρείες έχουν διαβεβαιώσει ότι προσανατολίζονται σε εναλλακτικές λύσεις για προμήθειες σιτηρών.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, προσπαθεί να εμφανιστεί καθησυχαστική αναφορικά με τα αποθέματα της χώρας, με τον αρμόδιο υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Γιώργο Γεωργαντά να δηλώνει ότι δεν τίθεται ζήτημα ασφάλειας τροφίμων.
Οι αλευροβιομήχανοι, πάντως, εκτός των επαφών με την κυβέρνηση, βρίσκονται σε ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας και με την Κομισιόν. «Τίθεται κίνδυνος υπονόμευσης της θεμελιώδους αρχής της Ε.Ε., της ενιαίας αγοράς», εξηγεί ο επικεφαλής της αλευροβιομηχανίας.
Μπροστά σε όλες αυτές τις καταιγιστικές εξελίξεις ήδη βιομηχανίες τροφίμων και βιοτεχνίες προσπαθούν να πάρουν τα μέτρα τους. Οι παραγγελίες είναι μαζικές. «Σπεύδουν περισσότερο να κλειδώσουν τις τρέχουσες τιμές υπό τον φόβο ότι θα υπάρξουν μεγάλες ανατιμήσεις, όχι ότι δεν θα βρουν αλεύρι», σημειώνει ο επικεφαλής της αλευροβιομηχανίας.
«Και η αλήθεια είναι ότι προς το παρόν τα όσα συμβαίνουν στη διεθνή χρηματιστηριακή αγορά των γεωργικών εμπορευμάτων δεν μπορούν να αντικατοπτριστούν, αφού δουλεύουμε όλοι με αποθέματα. Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα της αγοράς παραμένει το ενεργειακό, το οποίο πιέζει όλη την αλυσίδα παραγωγής, διακίνησης ως την κατανάλωση», συμπληρώνει.
Ελλειμματική η ελληνική παραγωγή στο μαλακό σιτάρι
Η Ελλάδα σε μαλακό σιτάρι, που είναι το κύριο συστατικό του ψωμιού και χρησιμοποιείται επίσης σε προϊόντα ζαχαροπλαστικής, παράγει μόνο το 10% των αναγκών της, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, τόσο η καλλιεργήσιμη έκταση μαλακού σίτου όσο και η παραγωγή του παρουσιάζουν έντονα πτωτικές τάσεις. Συγκεκριμένα εμφανίζονται μειωμένες κατά 29,5% και 55,3%, αντίστοιχα.
Αντίθετα, η χώρα παράγει επαρκή ποσότητα σκληρού σιταριού, που είναι το κύριο συστατικό των ζυμαρικών, καλύπτοντας το σύνολο της εγχώριας ζήτησης και κάνοντας παράλληλα εξαγωγές. Αυτό εν μέρει οφείλεται και στον ιδιαίτερα δυναμικό κλάδο της βιομηχανίας ζυμαρικών της χώρας που έχει καταφέρει και μέσα από προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας να στρέψει παραγωγούς στην καλλιέργειά του. Βέβαια, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, κατά τη δεκαετή κρίση στη χώρα καταγράφηκε επίσης σημαντική πτώση τόσο στις εκτάσεις όσο και στην παραγωγή σκληρού σίτου, από 4 εκατομμύρια στρέμματα σε 2,95 εκατομμύρια και από 1,47 εκατομμύριο τόνους σε 0,77 εκατομμύρια αντίστοιχα.