Η Παναγία Μαυριώτισσα της Καστοριάς και η ιστορία της | Καστοριανή Εστία

Παναγία Μαυριώτισσα Καστοριάς

Παναγία Μαυριώτισσα ΚαστοριάςΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

Από μια αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού στην Καστοριανή Εστία

Η Καστοριά λόγω της γεωγραφικής θέσης υπήρξε ένα φυσικό οχυρό από τα βυζαντινά χρόνια και οι διάφοροι επιδρομείς που έρχονταν από βορρά, είχαν σαν πρώτο στόχο να καταλάβουν το κάστρο της, για να ελέγχουν την ευρύτερη περιοχή.

Το 1082 την Καστοριά κατείχαν οι Νορμανδοί και τότε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, που αναγνώρισε την στρατηγική σημασία της πόλης, αποφάσισε να την καταλάβει αλλά ήταν τόσο καλά οχυρωμένη που δεν υπήρχε καμιά πρόσβαση από την στεριά.

Έτσι αποφάσισε να κάνει απόβαση από την πίσω πλευρά του βουνού που ήταν αφύλακτη, γιατί ήταν απόκρυμνη και δεν υπήρχε πρόσβαση προς την πόλη.

Αφού συγκέντρωσε από τα παραλίμνια χωριά όσες βάρκες και μονόξυλα ήταν διαθέσιμα, έκανε την απόβαση από ένα σημείο στην περιοχή “Κοκκινόχωμα” όπου υπήρχε ένα μονοπάτι ανάμεσα στα βράχια, το οποίο οδηγούσε στο πίσω μέρος της πόλης. Εκεί πριν μερικά χρόνια ανακαλύφθηκαν βυζαντινά Χάλκινα νομίσματα, τα οποία φυλάσσονται στο Λαογραφικό Μουσείο της Καστοριάς και ένα δραστήριο μέλος των “Φίλων του Περιβάλλοντος” ο Κώστας Κιρκινέσκας κατασκεύασε τσισμεντένια σκαλιά που οδηγούν από τον γύρο της λίμνης στον Προφήτη Ηλία.

Όταν ο στρατός του αυτοκράτορα Αλέξιου του Κομνηνού κατέλαβε χωρίς μάχη την Καστοριά, οι Νορμανδοί αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, υπογράφοντας την παράδοση της πόλης στο ιερό του Αγίου Γεωργίου της Πολιτείας που ήταν τότε η Μητρόπολη της Καστοριάς.
Εις ανάμνηση αυτής της νίκης ο Κομνηνός αναστήλωσε το μοναστήρι της Μαυριώτισσας που μέχρι τότε ήταν ένα μικρό εκκλησάκι, του οποίου η ονομασία δεν διασώθηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του καθηγητή Νικολάου Μουτσόπουλου.

Παλαιότερα, για να επισκεφθεί κανείς την Μαυριώτισσα, εκτός από τη λίμνη με καράβι, θα έπρεπε να ακολουθήσει ένα στενό μονοπάτι που υπήρχε τότε στη θέση του σημερινού παραλίμνιου δρόμου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, για να μπει κάποιος στο μοναστήρι, θα έπρεπε να διαβεί μια πόρτα που υπήρχε στο στενότερο σημείο του δρόμου πριν την Μαυριώτισσα.

Άλλη μια πόρτα υπήρχε επίσης μετά τον κήπο του μοναστηριού που οδηγούσε σε δύο – τρία σκαλιά, τα οποία βρέχονταν από τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης και οι παλαιότεροι ονόμαζαν “αγίασμα”!

Προχωρώντας λίγα μέτρα δεξιά, μέσα στη λίμνη, βλέπαμε μια μεγάλη πέτρα. Εκεί σύμφωνα με την παράδοση, κάθονταν η αδερφή του Αλέξιου, η Άννα η Κομνημή, όταν έγραφε τα κατορθώματα του αδερφού της στο επικό έργο της με τον τίτλο “Αλεξιάδα”.
Σε μικρή απόσταση υπήρχε η κουζίνα του μοναστηριού και μια “τουλούμπα” που έβγαζε πάντα κρύο νερό.

Το “Αρχονταρίκι” της Μονής ήταν κτισμένο πάνω στα θεμέλια του παλιού κτίσματος και τα καλοκαίρια φιλοξενούσε πολλές καστοριανές οικογένειες που παραθέριζαν στην Μαυριώτισσα.

Στο παλιό “Αρχονταρίκι” βρέθηκαν πολλά ξύλινα βαρέλια, όπου οι καλόγεροι έβαζαν το κρασί που προέρχονταν από τα αμπέλια της Κρεπενής τα οποία ήταν κτήματα της Μονής.

Στο πίσω μέρος υπήρχε το ηγουμενείο, με δύο δωμάτια και στο υπόγειο έβαζαν τα ξύλα για την θέρμανση του χειμώνα.
Δεξιότερα ήταν το καμπαναριό, που κτίστηκε από τους “Κανταδόρους” της Καστοριάς το 1916. Τότε τα παιδιά, βγήκαν με τις κιθάρες τους να ψάλλουν τα κάλαντα την Πρωτοχρονιά και τα Ραγκουτσάρια και με τα χρήματα που μάζεψαν, έκαναν το καμπαριό και τα κάγκελα της περίφραξης.
Σήμερα στην μικρή πλατεία μπροστά από το μοναστήρι, υπάρχει το μεγάλο πλατάνι, που σύμφωνα με την παράδοση φύτεψε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Κομνηνός. Στην σκιά του υπήρχε παλαιότερα ένα μεγάλο τραπέζι με ξύλινα σκαμνιά, για να κάθεται ο κόσμος.

Όταν στην δεκαετία του 1930, ο πατέρας του κ. Νίκου Πιστικού διαπίστωσε ότι στην Μαυριώτισσα υπήρχαν πολλές μουργιές, σκέφθηκε να αναβιώσει μια παλιά “τέχνη” από την Απολλωνιάδα της Μικράς Ασίας, που ήταν η εκτροφή του μεταξοσκώλικα.

Αφού πήρε την άδεια του καλόγερου, να κλαδέψει τις μουργιές, ταξίδεψε μέχρι την Ξάνθη και την Κομοτηνή, για να αγοράσει τα “κουκούλια” για την αναπαραγωγή τους.
Πράγματι όταν ήρθε ο μήνας της αναπαραγωγής, ετοίμασε ένα μεγάλο δωμάτιο και πάνω στο ξύλινο τραπέζι που υπήρχε σ΄ αυτό, τοποθέτησε τα “κουκούλια” και τα κλωνάρια της μουργιάς που κλάδεψε από την Μαυριώτισσα.
Το θέαμα ήταν πράγματι πρωτόγνωρο, να βλέπει κανείς τα “σκουλικάκια” να βγαίνουν από τα “κουκούλια” και να καταβροχθίζουν τα φύλλα της μουριάς και όταν διαδόθηκε αυτό το νέο στο σχολείο, όλοι οι συμμαθητές του κ. Νίκου, έσπευσαν να δουν από κοντά το φαινόμενο!

Υ.Γ.1 Η πέτρα που καθόταν η Άννα η Κομνηνή για να γράψει την Αλεξιάδα καταστράφηκε όταν η δημοτική αρχή αποφάσισε να στρώσει την μικρή πλατεία της Μαυριώτισσας με πέτρα Αγίας Άννας για να κάθονται οι επισκέπτες στα τραπέζια του διπλανού εστιατορίου.

Υ.Γ.2 Οι κανταδόροι της Καστοριάς που αργότερα μετονομάστηκαν σε “καστοριανά πουλιά”  τα καλοκαιρινά βράδια έβγαιναν με τις βάρκες στη λίμνη και τραγουδούσαν. Στο βιολί τους συνόδευε ο καθηγητής Παρλαπάνης.

Αργότερα όταν ήρθε στην Καστοριά ο διακεκριμένος δάσκαλος της μουσικής Βασίλειος Δόϊκος, πήρε κοντά του τα πιο καλλίφωνα παιδιά και έκανε την  περίφημη χορωδία του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου που κέρδισε τόσα βραβεία και έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα.

Τον Βασίλειο Δόϊκο διαδέχθηκε ο Παύλος Φωτιάδης με την χωρωδία των “Φίλων της Μουσικής” που υπάρχει μέχρι και σήμερα.