Ένα από τα έθιμα που συνεχίζεται ακόμα και στις μέρες μας στο χωριό Τσάκωνη είναι αυτό της θυσίας του μόσχου ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αθανασίου στις 18 Ιανουαρίου.
Κανείς δεν γνωρίζει πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του εθίμου αυτού. Το πιθανότερο είναι να απλώνονται στις θυσίες των ζώων που έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες, ή στα τραπέζια της αγάπης των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Πάντως εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και πρέπει να προσεχθεί είναι ότι η παράδοση για την τέλεση του εθίμου συνεχίζεται και στις μέρες μας ακόμη, με την ίδια προθυμία και ζήλο και την ακλόνητη πίστη των κατοίκων στη διατήρησή της.
Γραπτά κείμενα για την προέλευση του εθίμου και τον τρόπο τέλεσής του δεν υπάρχουν. Γι΄ αυτό θα στηριχθούμε στην προφορική, αλλά ζωντανή παράδοση του τόπου που αναφέρει τα εξής:
Πριν από πολλά χρόνια οι άρρενες κάτοικοι του χωριού δεν ζούσαν πολλά χρόνια. Πέθαιναν νέοι.
Η πρωτοφανής στα χρονικά αφύσικη και ανεξήγητη αυτή θνησιμότητα, όπως ήταν επόμενο, ανησύχησε αφάνταστα τους κατοίκους. Δικαιολογημένα δημιουργήθηκε πανικός, καθώς και αναστάτωση, χωρίς να βρίσκεται θεραπεία του κακού, ώσπου ένα βράδυ στο όνειρο ενός γέρου του χωριού, που μας είναι άγνωστο το όνομά του, παρουσιάζεται ο Άγιος Αθανάσιος και του λέει τα εξής:
Σε λίγες μέρες στο χωριό σας μια αγελάδα θα γεννήσει δίδυμα μοσχαράκια.
Με τα μοσχαράκια αυτά, όταν μεγαλώσουν και γίνουν ικανά για εργασία, αφού τα ζέψετε, να οργώσετε γύρω – γύρω το χωριό σχηματίζοντας τρεις κύκλους.
Κατόπιν, αφού σχηματισθεί κύκλος γύρω από το χωριό και ολοκληρωθεί η εργασία, να σκάψετε βαθιά και να θάψετε στο σημείο της εκκίνησης το αλέτρι και τον ζυγό. Στη συνέχεια στις 18 Ιανουαρίου, στη γιορτή του Αγίου Αθανασίου, αφού γίνει η θυσία του ταύρου (μπουγά) να μαγειρευτεί το κρέας του, οι δεν κάτοικοι να φάνε σε κοινό τραπέζι.
Και πράγματι η παράδοση θέλει να έγιναν τα γεγονότα όπως ακριβώς τα περιγράψαμε.
Ο ταύρος θυσιάστηκε, το κρέας μαγειρεύτηκε, οι κάτοικοι έφαγαν σε κοινό τραπέζι και το έθιμο καθιερώθηκε. Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι του μικρού χωριού εύρισκαν την ευκαιρία να συγκεντρωθούν σε κοινό τραπέζι και να ανταλλάξουν γνώμες για τα πολλά προβλήματά τους.
Το θαύμα όμως έγινε. Οι θάνατοι των νέων σταμάτησαν, η αγωνία έφυγε και η ηρεμία ξαναγύρισε στο πολύπαθο χωριό.
Από την εποχή εκείνη καθιερώθηκε και το ωραίο και σπάνιο για τον τόπο έθιμο με ιδιαίτερη πίστη και αγάπη των κατοίκων προς το θαυματουργό Άγιο.
Το έθιμο αυτό του κοινού τραπεζιού των κατοίκων στην εκκλησία, με το μαγειρευμένο στιφάδο κρέας, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Χειμώνας καιρός όμως και μάλιστα καρδιά του χειμώνα. Χωριό αμπελιών η Τσάκωνη με μεγάλες ποσότητες καλού και αγνού κρασιού. Και στο κοινό τραπέζι οι άσπρες κανάτες, με κρασί γεμάτες, όπως λέγει και το τραγούδι της εποχής, πήγαιναν κι έρχονταν, με το δυσάρεστο αποτέλεσμα οι εορτάζοντες κάτοικοι πολλές φορές να μεθούν με όλα τα άσχημα επακόλουθα.
Είχε δημιουργηθεί πλέον ένα πρόβλημα, που ήταν δύσκολο να σταματήσει σε ένα κρασοχώρι σαν την Τσάκωνη. Γι΄ αυτό και οι Προεστοί του χωριού που δεν γνώριζαν πολλά πράγματα, διακρίνονταν όμως για την φρονιμάδα τους και τις σωστές ενέργειές τους, αποφάσισαν να συνεχισθεί το έθιμο, να γίνεται η θυσία του μοσχαριού την ίδια μέρα, να μη γίνεται το κοινό τραπέζι, το δε κρέας του μοσχαριού αφού τεμαχιστεί σε μερίδες να διανέμεται στις οικογένειες αμαγείρευτο, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων κάθε οικογένειας.
Και πράγματι η απόφαση αυτή των δημογερόντων του χωριού που έγινε νόμος για τους κατοίκους διατηρείται μέχρι σήμερα και γίνεται με τον εξής τρόπο:
Αρκετές μέρες πριν από τη γιορτή του Αγίου Αθανασίου (18η Ιανουαρίου) το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο φροντίζει για την αγορά του μοσχαριού (απαραιτήτως μπουγά), όπως το θέλει η παράδοση, που δεν πρέπει να έχει μπει και στο αλέτρι. Αυτό είναι ευκολότερο σήμερα, γιατί σπάνια οργώνουν με ζώα.
Αφού καταλήξουν σε συμφωνία ιδιοκτήτης και Εκκλησιαστικό Συμβούλιο για την τιμή της αγοράς και τον τρόπο της πληρωμής, ο ιδιοκτήτης του ζώου αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραδώσει το μοσχάρι το πρωί της γιορτής του Αγίου και μετά την λειτουργία.
Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, που τελείται στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου στο χωριό κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου, το μοσχάρι μεταφέρεται στο νάρθηκα της εκκλησίας του χωριού, όπου ψάλλεται από τον ιερέα η καθιερωμένη ευχή της θυσίας.
Κατόπιν το μοσχάρι παραλαμβάνεται από ομάδα παιδιών του χωριού, τα οποία περιφέρουν τρεις φορές γύρω από την εκκλησία και το πάρκο της, συμβολισμός που έχει σχέση με τους τρεις κύκλους οργώματος του χωριού στη πρώτη εκτέλεση.
Στη συνέχεια, κι αφού όλο το τυπικό μέρος έχει συμπληρωθεί, το μοσχάρι σφάζεται, γδέρνεται και τεμαχίζεται σε μερίδες. Τις απογευματινές ώρες της γιορτής, αφού χτυπήσει η καμπάνα της εκκλησίας, γίνεται η διανομή του κρέατος. Το έθιμο θέλει να δικαιούνται μερίδα όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ακόμα κι εκείνοι από τους άρρενες κατοίκους που δημιούργησαν οικογένεια σε γειτονικά χωριά ή πόλεις. Αντίθετα οι κόπέλες από το χωριό που παντρεύτηκαν σε γειτονικά χωριά ή πόλεις δεν δικαιούνται μερίδα.
Κατόπιν τα εντόσθια , το κεφάλι του μοσχαριού, τα πόδια και το δέρμα αυτού βγαίνουμε στη δημοπρασία.
Αφού πλέον έχει ολοκληρωθεί το τελετουργικό μέρος της γιορτής, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ορίζει την τιμή της μερίδας, η οποία πληρώνεται από τους κατοίκους με πολλή προθυμία. Κατά το έθιμο το κρέας μαγειρεύεται από κάθε οικογένεια, συνήθως στιφάδο την ίδια μέρα ή την άλλη.
Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι το γλέντι συνεχίζεται στην πλατεία του χωριού με λαϊκά όργανα, εφόσον φυσικά το επιτράπουν οι καιρικές συνθήκες.
Η γιορτή τελειώνει τις βραδυνές ώρες με την ευχή όλων “να βοηθάει ο Άγιος, και του χρόνου καλύτερα”.
Ας σημειωθεί ότι το ίδιο έθιμο και την ίδια μέρα τελείται και σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου, όπως αυτό το έχουμε παρακολουθήσει και στην τηλεόραση.
Απόσπασμα από το βιβλίο του αείμνηστου διδασκάλου
Παναγιώτη Αν. Παπαπασχάλη “Η ΤΣΑΚΩΝΗ”