Οι προβλέψεις των οικονομολόγων και τα αντίβαρα
Ενόσω η κυβέρνηση μετρά τις δημοσιονομικές αντοχές προκειμένου να ανακοινώσει τις νέες παρεμβάσεις – ομπρέλα για τους καταναλωτές, έρχεται από αύριο εβδομάδα αποκαλυπτηρίων τόσο από το μέτωπο της ακρίβειας, όσο και από το ΑΕΠ. Το οικονομικό επιτελείο αναμένει να δει τις επιπτώσεις στην οικονομία από τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού σε οικονομία και έσοδα.
Η ΕΛΣΤΑΤ αύριο ανακοινώνει τα στοιχεία του ΑΕΠ για το πρώτο τρίμηνο, την Πέμπτη θα γνωστοποιήσει το ύψος του πληθωρισμού για τον Μάιο, ενώ τις επόμενες ημέρες το υπουργείο Οικονομικών θα έχει στα χέρια του τα τελικά στοιχεία από την πορεία των εσόδων τον Μάιο. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό οι αναλυτές βλέπουν ισχυρή ανάπτυξη για το 2022 όμως αρκετά χαμηλότερα από τις αρχικές προβλέψεις. Ξορκίζουν τα σενάρια για ύφεση και προκρίνουν ως πιο ισχυρό αντίβαρο την πορεία του τουρισμού και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τα πρώτα στοιχεία από τις κρατήσεις στον τουρισμό προμηνύουν ότι οι πληρότητες μπορεί να υπερβούν σε κάποιες περιοχές το 90% τον Ιούνιο ενώ πολύ θετική είναι η εικόνα και στο κέντρο της Αθήνας. Σημειώνεται ότι το 2021 οι εισπράξεις έφτασαν τα 10,5 δισ. Ευρώ, χαμηλότερα από το ρεκόρ του 2019 που τα ταξιδιωτικά έσοδα ανήλθαν στα 18,179 δισ ευρώ, ενώ το 2018 ήταν στα 16 δισ. Ευρώ το 2018. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το 2019 η ταξιδιωτική κίνηση έφτασε τους 34 εκατ. ταξιδιωτες και η μέση δαπάνη ανα ταξιδιώτη ήταν περίπου 500 ευρώ. Αντιστοίχως το 2021 οι ταξιδιώτες ηταν 15,2 εκατ. με μέση δαπάνη τα περίπου 690 ευρώ.
Τα στοιχεία πάντως από το μέτωπο της ακρίβειας δεν είναι τόσο ελπιδοφόρα. Η Eurostat πρόσφατα ανακοίνωση πως ο πληθωρισμός στην Ελλάδα φτάνει το 10,7%. Αυτό το ποσοστό προμηνύει ότι ο εθνικός δείκτης καταναλωτή θα χτυπήσει κόκκινο και οι εκτιμήσεις πλέον δείχνουν επίπεδα αρκετά πάνω από το 11% τον Μαίο, με τον μέσο πληθωρισμό έως σήμερα να ξεπερνά το 8%. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών τοποθετούν τον ετήσιο πληθωρισμό στο 5,6% και αναμένει μία αποκλιμάκωσή του από Ιούλιο, όμως οι τιμές στα καύσιμα και σε βασικά προϊόντα δεν υποχωρούν προδιαγράφοντας έτσι νέες αναθεωρήσεις στις εκτιμήσεις.
Οι προβλέψεις των οικονομολόγων
Στο δυσμενές σενάριο η Eurobank βλέπει ανάπτυξη μόλις 1,4% για το 2022 (Ενδιάμεση Έκθεση για την Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022), με τον μέσο πληθωρισμό να αγγίζει το 8,2%. Το βασικό σενάριο της τράπεζας προβλέπει άνοδο του ΑΕΠ κατά 3%, αλλά και υψηλό πληθωρισμό της τάξης του 7%.
Επίσης, πρόσφατη μελέτη της ING βλέπει σε επίπεδο τρίμηνου, παρά την πληθωριστική κρίση, ανάπτυξη 3% στο τρέχον β΄ τρίμηνο και επιβράδυνση στο 2,2% στο γ’ τρίμηνο. Στην νέα έκθεσή της για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας βλέπει ύφεση στο β’ και το γ΄ τρίμηνο φέτος σε κάποιες ευρωπαϊκές οικονομίες Για την Ελλάδα βλέπει ανάπτυξη 2,9% το 2022, στο 2,4% το 2023, στο 2,2% το 2024.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στη μελέτη της Eurobank, το δυσμενές σενάριο υποθέτει παράταση του πολέμου και οικονομικές κυρώσεις, που οδηγούν σε μεγαλύτερο σοκ προσφοράς, που εκδηλώνεται με υψηλότερες τιμές ενέργειας. Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει υψηλότερο και πιο επίμονο πληθωρισμό (και επακόλουθη διάβρωση των εισοδημάτων), πιο παρατεταμένη αναβολή των επενδύσεων, χαμηλότερη εξωτερική ζήτηση αλλά και περισσότερα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης.
Συνολικά, αυτό οδηγεί σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,4% σε ετήσια βάση το 2022. Το μέγεθος της διαφοράς μεταξύ του βασικού και του δυσμενούς σεναρίου προκύπτει από τη φύση της διαταραχής από την πλευρά της προσφοράς που υποτίθεται και, ως εκ τούτου, δεν προσπαθεί να προσεγγίσει τα δυσμενέστερα ενδεχόμενα, δηλαδή μια σωρευτική επίδραση πολλών αρνητικών παραγόντων.
Τα αντίβαρα
Οι οικονομολόγοι βλέπουν πως η ελληνική οικονομία έχει σημαντικά αντίβαρα που υποστηρίζουν τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές:
(α) υπάρχουν προσδοκίες για μια ισχυρή τουριστική περίοδο, με την προϋπόθεση της αποφυγής κλιμάκωσης της κατάστασης στην Ουκρανία. Επίσης, οι τελευταίες πληροφορίες δείχνουν αμείωτη δραστηριότητα σε αρκετούς άλλους τομείς,
(β) η Ελλάδα θα επωφεληθεί από Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (μεγαλύτερος δικαιούχος στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ της), το ΕΣΠΑ 2021-2027 και κεφάλαια της ΕΤΕπ, συνολικά περίπου 90 δις € διαθέσιμα τα επόμενα 5 χρόνια.
Αυτά τα κεφάλαια, μαζί με τα κινητοποιούμενα ιδιωτικά και τραπεζικά κεφάλαια, έχουν τη δυνατότητα, όχι μόνο να παρέχουν μεγάλη ρευστότητα, αλλά να ενεργοποιήσουν τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας προς την κατεύθυνση βιώσιμης ανάπτυξης βασισμένης σε εξαγωγές και επενδύσεις. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι σημαντικό οι πόροι να διοχετευτούν αποτελεσματικά σε επιλεγμένες οικονομικές δραστηριότητες, ιδίως της πράσινης μετάβασης και της ψηφιοποίησης, καθώς και να συνοδευτούν από εμπροσθοβαρή και φιλόδοξη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συνοδεύουν την εκταμίευση των κεφαλαίων.
(γ) η οικονομία απολαμβάνει μια πολύ άνετη θέση ρευστότητας: περίπου 34 δισ. ευρώ νέων καταθέσεων συσσωρεύτηκαν μέσα στην πανδημία με τη βοήθεια των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, το κράτος έχει μαξιλάρι ρευστότητας περί τα €38 δισ. ευρώ, περίπου €38,5 δισ.
Οι προβλέψεις της κυβέρνησης
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο καταρτίστηκε εν μέσω αβεβαιοτήτων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της εξελισσόμενης ενεργειακής κρίσης, προβλέπει:
-Ανάπτυξη στο 3,1% για το 2022, νέα άνοδο για το 2023 της τάξης του 4,8%. Για τα έτη 2024 και 2025 εκτιμά άνοδο του ΑΕΠ κατά 3,5% και 3,3% αντίστοιχα.
-Ο πληθωρισμός θα αυξηθεί εφέτος στο 5,6%, όπου θα υπάρξει κορύφωση. Προβλέπει άνοδο του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 1,6% το 2023, ενώ τα έτη 2024 και 2025 κατά 1,7%.
-Η νέα εκτίμηση για το έλλειμμα ανεβάζει το στόχο για εφέτος στο 2%, από 1,4% που προβλεπόταν στον προϋπολογισμό. Από το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα και συγκεκριμένα στο 1,1%. Οι εκτιμήσεις για τα έτη 2024 και 2025 είναι στο 2,1% και 2,3% αντίστοιχα.
-Σχετικά με το δημόσιο χρέος, η πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών καταγράφει εκτίμηση για μείωσή του στο 180,2% του ΑΕΠ στο τέλος της τρέχουσας χρονιάς. Για το 2023 εκτιμάται νέα μείωση στο 168,6% , το 2024 στο 155,2% και το 2025 στο 146,5%.
in.gr