Από μια αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού στην Καστοριανή Εστία
Η γεωγραφική θέση της Καστοριάς, δεν προσφέρονταν για την ανάπτυξη της γεωργίας και τις άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα.
Κτισμένη πάνω σ΄ ένα βραχώδες και άγονο βουνό, που γύρω – γύρω βρέχεται από την λίμνη, ανάγκασε τους κατοίκους της να ασχοληθούν μόνο με το ψάρεμα και γι΄ αυτό οι περισσότεροι έγιναν ψαράδες.
Εκτός όμως από τα ψάρια, η λίμνη είχε και πολλούς κάστορες, με το πλούσιο και πυκνό τρίχωμα, που τους προστάτευε από το κρύο.
Έτσι αρκετοί Καστοριανοί έμαθαν την τέχνη του ταριχεύματος και άρχισαν να ασχολούνται με την κατεργασία των δερμάτων από τους κάστορες.
Αυτά τα πρώτα βυρσοδεψεία, που άνοιξαν επί τουρκοκρατίας, τα έλεγαν “ταμπαχανέδες”. Υπήρχε μάλιστα μια ολόκληρη συνοικία της πόλης, στην σημερινή νότια παραλία, που πήρε το όνομα από τα βυρσοδεψεία και λέγονταν “ταμπαχανέ μαχαλάς”.
Έτσι άρχισε ένα ανελέητο κυνήγι για τους κάστορες, τους οποίους έπιαναν με ειδικές παγίδες τα λεγόμενα “κατίκια”, που κατασκεύαζαν τεχνίτες από το Δισπηλιό με τα καλάμια της λίμνης.
Αλλά η επεξεργασία των δερμάτων, δεν περιορίστηκε μόνο στους κάστορες. Όταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών αντιλήφθηκαν ότι υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον στα δέρματα των ζώων, άρχισαν να σκοτώνουν και άγρια ζώα (λύκους, αλεπούδες κλπ) τα οποία έφερναν στην Καστοριά, για να τα πουλήσουν στους “ταμπαχανέδες”.
Δηλαδή εκτός από το χόμπυ τους, που ήταν το κυνήγι, απέβλεπαν και στο κέρδος!
Στα βυρσοδεψεία, εκτός από τους άνδρες, δούλευαν βοηθητικά και αρκετές γυναίκες, που στις κρύες νύχτες του χειμώνα, κάθονταν γύρω από το μαγκάλι και έραβαν την “γκουτσιούχα”, δηλ. μικρά γούνινα γιλεκάκια, που τα φορούσαν μέσα στο σπίτι.
Μερικές μάλιστα που ήταν χρυσοχέρες, έκαναν πιο περίτεχνα σχέδια, που εντυπωσίαζαν με την εμφάνισή τους.
Έτσι άρχισε να αναπτύσσεται μια υποτυπώδης οικοτεχνία στην επεξεργασία της γούνας, που αργότερα διαδόθηκε σ΄ όλη την γειτονιά από στόμα σε στόμα και εν συνεχεία εξαπλώθηκε σ΄ ολόκληρη την πόλη.
Με τον καιρό μπήκαν στο παιχνίδι και οι μοδίστρες της εποχής, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένας ιδιότυπος ανταγωνισμός, για το ποια θα παρουσιάσει το καλύτερο γουναρικό!
Όταν αυξήθηκε η παραγωγή δερμάτων, έπρεπε να αναζητηθούν και άλλες αγορές, εκτός Καστοριάς, για να διοχετευθούν τα προϊόντα τους.
Θα έπρεπε όμως για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των αγοραστών, να συνδυαστούν και με τις ενδυματολογικές ανάγκες των ανθρώπων.
Ειδικά κατά την περίοδο του χειμώνα και σε περιοχές με πολύ κρύο!
Τότε ήταν που μια γυναίκα ενός βυρσοδέψη, έκανε μια παράτολμη για την εποχή της κίνηση, η οποία αργότερα θεωρήθηκε ως η πρώτη γυναίκα που λάνσαρε την μόδα της γούνας στην Καστοριά!
Ξαφνικά ένα χειμωνιάτικο πρωινό, φόρεσε το παλτό της και από μέσα έβαλε την “γκουζιούχα” δηλ. το γούνινο γιλεκάκι, που έραψε η ίδια. Έπειτα πήρε ένα ολόκληρο δέρμα από κάστορα και το πέρασε σταυρωτά στον λαιμό της σαν κασκόλ και ξεκίνησε για την εκκλησία…
Αυτό ήταν ! Το “σούσουρο” που προκλήθηκε, έδωσε μεγάλη διάσταση στο γεγονός και μετά τη λειτουργία την περικύκλωσαν όλες οι γυναίκες της ενορίας, για να μάθουν περισσότερα.
Έτσι ξεκίνησε τα πρώτα δειλά βήματα η επεξεργασία της γούνας στην Καστοριά, που αργότερα έμελλε να εξελιχθεί σε παγκόσμιο κέντρο παραγωγής και εμπορίας γουναρικών.
Στην αρχή το εμπόριο της γούνας περιορίστηκε σε δύο – τρεις μεγαλουπόλεις της χώρας, όπου πήγαιναν το φθινόπωρο οι Καστοριανοί, για να πουλήσουν το εμπόρευμα και να συνάψουν νέες συμφωνίες για την επόμενη χρονιά.
Αρκετοί όμως άνοιγαν εκεί κι ένα μικρό μαγαζάκι, όταν υπήρχε το κατάλληλο έδαφος, για να διευρύνουν την δουλειά τους.
Κάποιοι όμως πιο ανοιχτόμυαλοι, δεν περιορίστηκαν μόνο στην εσωτερική αγορά και πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας καινούργιες ευκαιρίες.
Τότε ήταν που εμφανίστηκαν και οι πρώτες ποδοκίνητες μηχανές γουναρικής, που δούλευαν με το πάτημα του ποδιού και η γούνα έγινε από οικοτεχνία – βιοτεχνία πλέον!
Αυτό κράτησε αρκετά χρόνια και το εμπόριο της γούνας διαδόθηκε από τους Καστοριανούς στα πέρατα της οικουμένης.
Η γούνα δεν θα μπορούσε φυσικά να απουσιάσει από την πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, όπου μεγαλούργησε ο περίφημος Μανωλάκης ο Καστοριανός, που ήταν ο βασικός προμηθευτής γουναρικών της υψηλής πύλης των σουλτάνων!
Εκεί τότε όταν επισκέπονταν το παλάτι του σουλτάνου κάποιος ξένος αξιωματούχος συνήθιζαν να του κάνουν δώρο μια γούνα!
Αργότερα ο Μανωλάκης ο Καστοριανός έκανε μεγάλες δωρεές και ίδρυσε πολλά ελληνικά σχολεία στην Καστοριά και τα νησιά, όπου και ανακηρύχθηκε μεγάλος ευεργέτης.
Στην Λειψία μεγαλούργησε ένας άλλος Καστοριανός, γουναράς ο Ιωάννης Μπερντανός, πατέρας του Νικόλα Μπερντανού, που έζησε μόνος μέχρι το τέλος της ζωής του, στο σπιτάκι των ψαράδων της λίμνης.
Και όπως χαρακτηριστικά συνηθίζει να λέει ο κ. Νίκος Πιστικός “Οι Καστοριανοί γουναράδες δεν άφησαν τόπο απάτητο”.
Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος του ’40 με τους Ιταλούς, πάρα πολλά Καστοριανά παιδιά κατέβηκαν στην Αθήνα και έραβαν τα γούνινα γιλέκα, για τους φαντάρους που πολεμούσαν στο μέτωπο.
Αργότερα, μετά τον πόλεμο, όταν ανακαλύφθηκαν τα ηλεκτρικά μοτέρ, οι μηχανές δούλευαν με το ρεύμα και η παραγωγή αυξήθηκε κατακόρυφα αλλά και το εμπόριο της γούνας έγινε πιο συστηματικό, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Όταν ησύχασαν τα “πράγματα”, άρχισε η μεγάλη ανοικοδόμηση της Καστοριάς και τα ισόγεια των πολυκατοικιών έγιναν άνετα και σύγχρονα εργαστήρια, που απασχολούσαν χιλιάδες εργάτες απ΄ όλη την Δυτική Μακεδονία.
Αυτό συνεχίστηκε για πάρα πολλά χρόνια και οι γουναράδες όλο και γινόταν περισσότεροι και η Καστοριά όλο και μεγάλωνε, μέχρι που έφθασε τους 20 χιλιάδες κατοίκους.
Έπειτα όμως ήρθαν χρόνια δίσεκτα και μήνες οργισμένοι.
Η κρίση έφερε αναδουλειά και η αναδουλειά φτώχεια!
Τα μαγαζιά της γούνας έκλειναν το ένα μετά το άλλο, γιατί δεν μπορούσαν να συντηρηθούν και μετά την ακμή ήρθε η παρακμή.
Τα πολυόροφα κτήρια που κτίστηκαν στα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης έμειναν άδεια και έρημα!
Για να επιβεβαιωθεί η “προφητεία” του Μπότη του Ζωγράφου, που είχε προβλέψει όταν τα έβλεπε να ορθώνονται προς τον ουρανό ότι: “Μια μέρα θα κατοικούνται μόνο από γκάλιες”…. (σ.σ. καρακάξες)