Το αργό πετρέλαιο έχει σημειώνει αύξηση της τάξης του 65% από την αρχή του έτους, στα 83 δολάρια το βαρέλι. Η βενζίνη, πάνω από τα 3 δολάρια το γαλόνι στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, έχει σκαρφαλώσει το υψηλότερο επίπεδο από το 2014, ενώ τα αποθέματα έχουν κατρακυλήσει σε χαμηλό πέντε ετών.
Εν τω μεταξύ, το φυσικό αέριο, το οποίο παρέχει περισσότερο από το 30% της συνολικής καταναλώμενης ενέργειας στις ΗΠΑ και καλύτερη μεγάλο μέρος των αναγκών θέρμανσης τον χειμώνα, έχει υπερδιπλασιαστεί στα 5 δολάρια ανα εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες.
Ακόμη και ο λιγνίτης έχει εκτοξευθεί, με την Κίνα και Ινδία να έχουν επιταχύνει τις εξορύξεις. Η τιμή του λιγνίτη στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί φέτος κατά 400%, στα 270 δολάρια ο τόνος.
Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη στην Ευρώπη, όπου οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν τετραπλασιαστεί και οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν εκτιναχθεί στα 30 δολάρια ανά μετρικό εκατομμύριο βρετανικών θερμικών μονάδων – που ισοδυναμεί με τιμή πετρελαίου στα 180 δολάρια το βαρέλι.
Αυτές οι αυξήσεις τροφοδοτούν τον βρόχο του πληθωρισμού, ωθώντας υψηλότερα τις τιμές των ενεργοβόρων μετάλλων, όπως το νικέλιο, ο χάλυβας και το πυρίτιο. Το λίπασμα, που παράγεται κυρίως από φυσικό αέριο, έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ρεκόρ του 2008 και έχει σκαρφαλώσει σχεδόν στα 1.000 δολάρια ο τόνος, αφήνοντας μακράν πίσω του το εύρος των 300-450 δολαρίων/τόνο των τελευταίων ετών. Η Κίνα ανακοίνωσε την τρέχουσα εβδομάδα ότι θα σταματήσει τις εξαγωγές λιπασμάτων. Ο δε χαλκός, ίσως η πιο ζωτικής σημασίας πρώτη ύλη για βιομηχανία αιολικής και ηλιακής ενέργειας, κινείται κοντά στο ρεκόρ των 4,5 δολαρίων η λίβρα.
Με άλλα λόγια, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον πληθωρισμό αφού επιβιώσουμε από την πρόκληση να μην ξεπαγιάσουμε μέχρι θανάτου αυτόν τον χειμώνα. “Μόνο κάποιου είδους κυβερνητική παρέμβαση που θα επιβάλει μεγάλης κλίμακας διακοπές ρεύματος και διανομής σε συγκεκριμένους τομείς μπορεί να περιορίσει τη ζήτηση για φυσικό αέριο και να αμβλύνει τις τιμές αυτόν τον χειμώνα”, έγραψε η Amrita Sen της Energy Aspects την προηγούμενη εβδομάδα.
Τα αίτια της ενεργειακής κρίσης
Ποιος φταίει γι’ αυτό το χάος; Συνδυασμός παραγόντων. Η αρχή γίνεται από τις κεντρικές τράπεζες που επιμένουν να κρατούν τεχνητά τα επιτόκια χαμηλά και να πλημμυρίζουν με φθηνό χρήμα την αγορά παρά τα επίπεδα ρεκόρ των καταναλωτικών δαπανών και την αύξηση κατά 30% των κινεζικών εξαγωγών – όλα αυτά ασκούν περαιτέρω πιέσεις στις ήδη πιεσμένες αλυσίδες εφοδιασμού λόγω των προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία. Την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι η Ρωσία τροφοδοτεί την Ευρώπη με λιγότερο αέριο από όσο αναμενόταν (ίσως στο πλαίσιο μιας παθητικό-επιθετικής τακτικής να εξαναγκάσει την έγκριση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2).
Οι ρίζες του προβλήματος, όμως, είναι βαθύτερες. Η εμμονή με τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εταιρικής διακυβέρνησης κριτήρια (ESG) αλλά και με την αποεπένδυση από τον άνθρακα έχει δαιμονοποιήσει σε τέτοιο βαθμό τα ορυκτά καύσιμα (και την πυρηνική ενέργεια) που οι θεσμικοί επενδυτές και οι κυβερνήσεις τα έχουν “εξορίσει” από τα χαρτοφυλάκιά τους, και αντ’ αυτών εισρέουν κεφάλαια σε πιο κοινωνικά αποδεκτές χαμηλών εκπομπών άνθρακα εναλλακτικές λύσεις. Η Blackrock ανακοίνωσε πέρυσι ότι δεν θα χρηματοδοτεί πλέον έργα ανάπτυξης στον τομέα των ορυκτών καυσίμων (παρότι διατηρεί ακόμη πολλά συμμετοχές). Οι δε γκουρού της Wall Street, όπως ο Jim Cramer, έχουν χαρακτηρίσει τη βιομηχανία πετρελαίου ως “μη επενδύσιμη” και “βραχυπρόθεσμη”.
Αλλά το πρόβλημα είναι ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν έχει αποδειχθεί ότι μπορούν να επεκταθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες. Τον Ιούλιο, σύμφωνα με την Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (εξαιρουμένης της υδροηλεκτρικής) συνεισέφεραν κάτι λιγότερο από 10% στη συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (το φυσικό αέριο παρήγαγε το 42%).
Πρώιμη ενεργειακή μετάβαση;
Μήπως η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα γίνεται πολύ γρήγορα; Η Γερμανία μετανιώνουν σήμερα που έκλεισαν σειρά σταθμών πυρηνικής ενέργειας την τελευταία δεκαετία, ενώ ορισμένοι Ολλανδοί έχουν δεύτερες σκέψεις όσον αφορά το κλείσιμο του δεύτερου μεγαλύτερου πεδίου εξόρυξης φυσικού αερίου της Ευρώπης, Γκρόνινγκεν. Εν τω μεταξύ, οι γεωτρήσεις φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα έχουν επιβραδυνθεί και η σχιστολιθική παραγωγή έχει απαγορευτεί στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο οικονομολόγος Ed Yardeni συνόψισε την κατάσταση καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο σε έκθεσή του αυτήν την εβδομάδα: “Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι έτοιμες να αναλάβουν τον βασικό ρόλο. Έτσι, αντί για μια ομαλή μετάβαση, η βιασύνη εξάλειψης των ορυκτών καυσίμων προκαλεί την εκτόξευση των τιμών τους και διαταράσσει τον συνολικό ενεργειακό εφοδιασμό”.
Είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς ευθύνες στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες. Ούσα συνηθισμένη να δαιμονοποιείται, η βιομηχανία πετρελαίου με ταχείες κινήσεις περιορίζει την παραγωγή πετρελαίου και επανεπενδύει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει χαμηλότερα περιθώρια κέρδους. Σε αυτό συνέβαλε και η υπαρξιακή κρίση που προκάλεσαν τα lockdowns λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, τα οποία πρόσκαιρα πίεσαν την τιμή του πετρελαίου σε αρνητικά επίπεδα καθώς οι εταιρείες ξέμειναν από χώρους αποθήκευσης για τα καύσιμα που έμειναν στα “αζήτητα”.
Συντελεστές του Fornes απομυθοποίησαν πέρυσι τις προβλέψεις των πολέμιων του άνθρακα ότι το 2020 θα αποτελούσε το έτος “κορύφωσης της ζήτησης πετρελαίου”. Ίσως είναι πιο προφανές πλέον ότι παρ’ όλη την ανάπτυξη του κλάδου, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν μπορούν να αναπτυχθούν ακόμη αρκετά ώστε να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα.
“Αντιμέτωπες πλέον με την έλλειψη παραδοσιακών πηγών κεφαλαίων, οι μεγάλες εταιρείες υποχωρούν λόγω των πολιτικών πιέσεων. Όλοι προσπαθούν να κερδίσουν στην κούρσα της δημοτικότητας”, λέει ο δισεκατομμυριούχος John Goff, πρόεδρος της Contango Oil & Gas, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία συγχώνευσης με την Independence Energy (αποσχισθείσα εταιρεία του κολοσσού private equity KKR). Ως αποτέλεσμα αυτού του αισθήματος φόβου, “καταγράφεται τεράστια υποεπένδυση στον κλάδο. Υπολειπόμαστε κατά εκατοντάδες δισεκατομμύρια”, λέει ο Goff. Ο ίδιος επενδύει μέσω της εισηγμένης Contango, η οποία πραγματοποίησε τα τελευταία δύο χρόνια σειρά εξαγορών και βρίσκεται σε διαδικασία συγχώνευσης με την Independence Oil & Gas, στην οποία έχουν αποσχισθεί όλες οι πετρελαϊκές δραστηριότητες του κολοσσού private equity KKR, που δεν επιδιώκει πλέον νέες πετρελαϊκές συμφωνίες.
Η Contango επιδιώκει την ανάπτυξή της τόσο μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων όσο και μέσω της εξόρυξης. Άλλωστε, όπως λέει ο Goff “Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον πλανήτη είναι η έλλειψη επαρκούς ενέργειας για όλους”.
Έλλειψη επενδύσεων
Ο OPEC, πάντως, δεν αναμένεται να σπεύσει να υλοποιήσει σημαντικές νέες επενδύσεις. Εν μέσω της πανδημίας, το καρτέλ χρειάστηκε να συνεργαστεί για να περιορίσει τα εκατομμύρια βαρέλια που πλημμύριζαν κάθε μέρα την αγορά. Στις αρχές του έτους ο OPEC δήλωσε ότι η μείωση της προσφοράς διαμορφώθηκε περίπου στα 9 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Πλέον, αυξάνει την παραγωγή του κατά 400.000 βαρέλια την ημέρα εν μέσω της αυξανόμενης ζήτησης. Από τα 93 εκατ. βαρέλια την ημέρα στις αρχές του τρέχοντος έτους, η παγκόσμια ζήτηση έχει ανακάμψει στα 98 εκατ. βαρέλια την ημέρα.
Η Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ εκτιμά ότι η ζήτηση θα μπορούσε να ανέλθει στο υψηλό των 100,9 εκατ. βαρελιών την ημέρα μέχρι στο τέλος του 2022, αλλά είναι ασαφές από πού θα προέλθει η αύξηση αυτή. Ήδη, η Νιγηρία και η Αγκόλα δυσκολεύονται να αυξήσουν περισσότερο την παραγωγή τους. Μέχρι το τέλος του επόμενου έτους η μόνη πλεονάζουσα ρευστότητα θα μπορούσε να έρθει από τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Οι αναλυτές της Bernstein Research σημείωσαν αυτήν την εβδομάδα ότι “είναι δύσκολο να δούμε τι θα σταματήσει την αναπόφευκτη αύξηση των τιμών του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι πέρα από την πτώση της ζήτησης”.
Θα μπορούσαν οι παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίων της Αμερικής να συνδράμουν; Δεν πρέπει κανείς να υπολογίζει σε αυτούς. Παρότι ο κλάδος των ΗΠΑ έχει ανακάμψει σε έναν βαθμό, η εγχώρια παραγωγή πετρελαίου κυμαίνεται περίπου στα 11,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα, χαμηλότερα από τα 12,9 εκατ. βαρέλια στην προ πανδημίας εποχή. Οι εταιρείες έχουν υιοθετήσει το μάντρα “ζήσε μ’ αυτά που βγάζεις”. Επιπρόσθετα, η πετρελαιοβιομηχανία δεν εμπιστεύεται τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Joe Biden, δεδομένου ότι έχει υποσχεθεί να βάλει ένα τέλος στις νέες γεωτρήσεις στην Αμερική και οι πρώτοι νόμοι που πέρασε περιελάμβαναν ακυρώσεις αγωγών και μισθώσεων πετρελαϊκών κοιτασμάτων.
Αντί να ενθαρρύνει τους ανεξάρτητους παραγωγούς πετρελαίου της Αμερικής, η κυβέρνηση Biden παρακαλάει τον OPEC να αυξήσει την παραγωγή του, ενώ απειλεί να σταματήσει τις εξαγωγές πετρελαίου από τις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, οι τελευταίες διαπραγματεύσεις στην Ουάσιγκτον, για το δυνητικό νομοσχέδιο δαπανών 2 δισ. δολαρίων περιλαμβάνει έναν νέο νόμο που θα θεσπίσει εγχώριο φόρο στον άνθρακα.
Αυτά τα ρίσκα δεν αρέσουν στους παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου. Υπάρχουν βέβαια και θύλακες αντίστασης. Ο αριθμός των τραπεζών που έχουν σταματήσει να δανείζουν πετρελαϊκές εταιρείες είναι τέτοιος, που τον Ιούνιο ο κυβερνήτης του Τέξας, Greg Abbott υπέγραψε νόμο που απαγορεύει τις κρατικές επενδύσεις σε εταιρείες που κόβουν τους δεσμούς τους με την πετρελαϊκή βιομηχανία. Με άλλα λόγια, όποια τράπεζας δεν συνεργάζεται με τους παραγωγούς πετρελαίου θα υφίσταται μποϊκοτάζ. Ένα άλλο νομοσχέδιο που προωθεί το Τέξας θα εμποδίζει τους δήμους να απαγορεύουν τις νέες συνδέσεις φυσικού αερίου σε κατοικίες – όπως συνέβη στην Καλιφόρνια.
Οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου που έχουν επιβιώσει, ωστόσο, τα δύο τελευταία χρόνια δεν χρειάζονται καν τις τράπεζες ή άλλες παραδοσιακές πηγές κεφαλαίων όσο ακολουθούν πειθαρχημένη πολιτική, λέει ένας διευθύνων σύμβουλος σε μικρή εταιρεία private equity που επενδύει ακόμη σε πετρελαϊκές εταιρείες. “Περιορίζουν την προσφορά τους επειδή θέλουν απελπισμένα να παραμείνουν κερδοφόρες. Οι επενδυτές απαιτούν ελεύθερες ταμειακές ροές και μετοχική δημοκρατία”, σημειώνει.
Η μετεξέλιξη των αμερικανικών εταιρειών πετρελαίου πιθανόν θα μοιάζει με την Civitas Resources, όπως είναι η νέα επωνυμία της εισηγμένης εταιρείας που θα προκύψει από την επικείμενη συγχώνευσης των Bonanza Creek Energy, Extraction Oil & Gas και Crestone Peak Resources – η οποία θα δημιουργήσει μια κυρίαρχη οντότητα επί των κοιτασμάτων πετρελαίου στην λεκάνη Ντένβερ-Ζυλέσμπουργκ του Κολοράντο.
Ο πρόεδρος της Civitas, Ben Dell, ακτιβιστής επενδυτής και ιδρυτής την Kimmeridge Energy, λέει ότι στόχος είναι η δημιουργία μιας εταιρείας πετρελαίου που θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα χαρτοφυλάκιο εταιρειών που ευθυγραμμίζονται με τα πρότυπα ESG. Σημειώνει ότι η Civitas εστιάζει στην παραγωγή προϊόντων μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος αποκτώντας δικαιώματα εκπομπών ρύπων. Ο Dell σημειώνει ότι η φύση των παρόχων ορυκτών καυσίμων θα αλλάξει όταν οι εταιρείες μπορούν να στοχεύσουν σε μια τιμή άνθρακα που τους δίνει κίνητρα να παράγουν πολύτιμες πιστώσεις ώστε να ασχοληθούν με δραστηριότητες όπως η αποκατάσταση διαρροών και το κλείσιμο παλαιών φρεατίων. Είναι δε αισιόδοξος για τις προοπτικές των “φυσικών λύσεων αντιμετώπισης των ρύπων”, όπως τα δέντρα.
Η υπομονή δεν είναι αρετή που εξυμνεί η Greta Thunberg ούτε περιλαμβάνεται στην ατζέντα της επικείμενης διάσκεψης COP26 του ΟΗΕ για το κλίμα στη Γλασκόβη, αλλά ο Dell τονίζει ότι βρισκόμαστε σε εκείνο το σημείο της ενεργειακής μετάβασης όπου οι μόνες πραγματικές επιλογές είναι από τη μία η υπομονή όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών ρύπων και η χρήση του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου, και από την άλλη η απότομη στροφή στην αποανάπτυξη που θα μείωνε μεν τις εκπομπές ρύπων αλλά θα οδηγούσε σε οικονομική κατάρρευση και τα φτωχά νοικοκυριά στον θάνατο.
“Εάν καταργηθεί σταδιακά το σύστημα παράδοσης κατά παραγγελία, αυξάνονται η τιμή και η μεταβλητότητα. Πρόκειται για έναν αντιστρόφως ανάλογο φόρο. Θα πλήξει τους καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος”, λέει ο Dell και προσθέτει: “Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ως προς την μετάβαση. Θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις και μισό αιώνα”.
Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι η ελπίδα για επαναστατικές εξελίξεις στον τομέα της πυρηνικής σύντηξης. Γιατί πρέπει να θυμάται κανείς ότι την τελευταία φορά που έσκασε μια ενεργειακή φούσκα αυτού του μεγέθους (το 2008) συνέβαλε στην απαρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης.