Η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών αναζωπυρώνεται, με τις δύο πλευρές να συγκρούονται εκ νέου για θέματα που αφορούν τις τραπεζικές προμήθειες, τα επιτόκια καταθέσεων και τη γενικότερη τιμολογιακή πολιτική. Η διαμάχη πυροδοτήθηκε εκ νέου, παρά τις προσπάθειες που είχαν γίνει πριν από έξι μήνες, όταν ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης είχε συναντηθεί με τραπεζίτες, ζητώντας μείωση των προμηθειών που επιβαρύνουν τους πολίτες στις καθημερινές τους συναλλαγές.
Παρότι οι τράπεζες είχαν ανακοινώσει τότε μικρές μειώσεις σε συγκεκριμένες χρεώσεις, όπως σε μεταφορές χρημάτων και πληρωμές λογαριασμών, αλλά και την εισαγωγή πακέτων προνομίων με μηνιαία χρέωση, η δυσαρέσκεια του κοινού δεν καταλάγιασε. Οι αντιδράσεις συνεχίζονται, με τους πολίτες να παραμένουν επικριτικοί απέναντι στις υψηλές χρεώσεις.
Η ένταση κορυφώθηκε όταν στον Τύπο κυκλοφόρησαν διαρροές για πιθανή επιβολή έκτακτου φόρου στις τράπεζες, με σκοπό να αποκατασταθεί το αίσθημα δικαιοσύνης. Η φημολογία αυτή προκάλεσε έντονες αναταράξεις στις αγορές, με τις τραπεζικές μετοχές να σημειώνουν πτώση. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε δηλώσεις του από το Λονδίνο, διέψευσε οποιαδήποτε τέτοια πρόθεση, επιδιώκοντας να καθησυχάσει τους επενδυτές και να αποτρέψει την κλιμάκωση της κρίσης.
Ποιες προμήθειες βρίσκονται στο στόχαστρο
Παρά τη διάψευση, η κυβέρνηση συνεχίζει να πιέζει τις τράπεζες να προβούν σε πιο ουσιαστικές ενέργειες, υπογραμμίζοντας τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τις πρακτικές που θεωρούνται άδικες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις χρεώσεις για βασικές συναλλαγές, όπως τα εμβάσματα, όπου οι ελληνικές τράπεζες επιβάλλουν υψηλότερες προμήθειες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Παράλληλα, οι πολίτες εκφράζουν παράπονα για την αργή εξυπηρέτηση στα καταστήματα, όπου συχνά απαιτούνται ραντεβού με μεγάλες καθυστερήσεις, αλλά και για τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στον πληθωρισμό.
Η κυβέρνηση ζητά επίσης μεγαλύτερη δανειοδοτική στήριξη, με στόχο την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, οι τράπεζες αντιτείνουν ότι οι δανειοδοτήσεις δεν μπορούν να επεκταθούν ανεξέλεγκτα, επικαλούμενες τον κίνδυνο δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων, ένα πρόβλημα που αντιμετώπισαν έντονα κατά το παρελθόν. Μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες, οι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που κάποτε ξεπερνούσαν το 50% του συνολικού χαρτοφυλακίου τους, και επισημαίνουν πως η βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος δεν πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο.
Λίγο πριν την ψήφιση του προϋπολογισμού για το 2025 η αντιπαράθεση κυβέρνησης – τραπεζών φαίνεται να παραμένει άλυτη, με την κυβέρνηση να ισορροπεί ανάμεσα στις πιέσεις της κοινωνίας και στις αντιστάσεις του τραπεζικού συστήματος, ενώ οι επενδυτές, ξένοι και Έλληνες, παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις.