Οι ερευνήτριες Ε. Γιαννάκη και Α. Παπαδοπούλου εξηγούν τα αποτελέσματα κλινικής μελέτης και το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί γρήγορα το «όφελος επιβίωσης» σε άλλους ασθενείς.
Τ-λεμφοκύτταρα που λαμβάνονται από αναρρώσαντες δότες καλλιεργούνται στο εργαστήριο και χορηγούνται σε ασθενείς με Covid-19, με αποστολή να δράσουν ως «στρατιώτες» για τη εξουδετέρωση του εισβολέα.
Η πρωτοποριακή ελληνική μελέτη για την ανάπτυξη του «ζωντανού» φαρμάκου κατά του κορωνοϊού έχει περάσει από σαράντα κύματα μέχρι να φτάσει στην κλινική δοκιμή Φάσης ΙΙ. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της τυχαιοποιημένης μελέτης, που έγινε σε 90 ασθενείς με πρόγνωση βαριάς νόσησης, έδειξαν πως άξιζε τον κόπο: Οι ασθενείς που πήραν τα Τ-λεμφοκύτταρα είχαν ένα όφελος επιβίωσης κατά 52% μεγαλύτερο από την ομάδα που υποβλήθηκε στη συμβατική θεραπεία.
Με αποδεδειγμένη πλέον την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της μεθόδου, οι επιστήμονες της Αιματολογικής Κλινικής του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης που την ανέπτυξαν, αναζητούν τώρα τρόπους γρήγορης αξιοποίησης, ώστε να ωφεληθούν περισσότεροι ασθενείς. Στην τράπεζα που έχει δημιουργηθεί βρίσκονται διαθέσιμες περισσότερες από 300 δόσεις Τ-λεμφοκυττάρων, ενώ υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής και επιπλέον δόσεων, εφόσον χρειαστεί.
Οι δύο κύριες ερευνήτριες Ευαγγελία Γιαννάκη και Αναστασία Παπαδοπούλου μιλούν στο iatronet.gr για τη μεθοδολογία της κλινικής δοκιμής, τα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, καθώς και για το πώς η τεχνογνωσία που έχει αποκτηθεί, μπορεί να αξιοποιηθεί γρήγορα για τη θεραπεία κι άλλων ασθενών.
Συζητήσεις με τον ΕΟΦ
Μετά τη Φάση ΙΙ, ακολουθεί η τρίτη και τελική φάση της κλινικής δοκιμής, σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται για την έγκριση ενός φαρμακευτικού προϊόντος. Ωστόσο, μια τέτοια διαδικασία θα απαιτήσει αρκετούς μήνες ακόμη και η ολοκλήρωσή της ενδέχεται να βρει την πανδημία σε φάση ύφεσης ή και αποδρομής. Με στόχο να αξιοποιηθεί η παρούσα συγκυρία και να ωφεληθούν περισσότεροι ασθενείς τώρα που τα νοσοκομεία είναι γεμάτα, οι συντελεστές της μελέτης αναζητούν τρόπους επιτάχυνσης των διαδικασιών.
Ευαγγελία Γιαννάκη
«Εκτιμάμε ότι μια μελέτη Φάσης ΙΙΙ ενδεχομένως δεν θα μπορούσε να τελειώσει, αν αυτό το κύμα είναι το τελευταίο. Δεν ξέρω αν θα μας προσέφερε περισσότερα συμπεράσματα ή θα μας διασφάλιζε αυτά που ήδη έχουμε», λέει στο iatronet.gr η αιματολόγος Ευαγγελία Γιαννάκη, διευθύντρια της Μονάδας Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γονιδιακής Θεραπείας και Αναγεννητικής Ιατρικής.
«Με δεδομένο ότι έχουμε πολλές αδιάθετες δόσεις στην τράπεζα που δημιουργήσαμε με αυτά τα κυτταρικά προϊόντα, θα επιθυμούσαμε να μπορέσουν να δοθούν για να ωφεληθούν περισσότεροι άνθρωποι στην επιβίωσή τους. Σε αυτή τη φάση είμαστε σε επικοινωνία με τον ΕΟΦ, προσπαθώντας να βρούμε μια λύση ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος».
Η ίδια θεωρεί πως το «ζωντανό» φάρμακο θα μπορέσει να δώσει ένα σημαντικότατο όφελος επιβίωσης σε ασθενείς με επιβαρυντικούς δείκτες (πνευμονία, υψηλές ανάγκες σε οξυγόνο, λεμφοπενία κ.ά.), τόσο για την Covid-19 όσο και για άλλους ιούς στο μέλλον. «Τα αντιιικά χάπια που πήραν τώρα έγκριση είναι για ασθενείς στην έναρξη της νόσου, μη νοσηλευόμενους. Το προϊόν μας θα μπορέσει να ωφελήσει σημαντικά αυτούς που η νόσος τους θα διαφύγει από τη θεραπεία με τα χάπια και θα χρειαστεί να νοσηλευτούν», σημειώνει για να προσθέσει: «Υπάρχει η εμπειρία, η τεχνογνωσία και η διασφαλισμένη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια όσον αφορά τη δράση και το δυναμικό αυτών των Τ-λεμφοκυττάρων. Συνεπώς δεν είναι ένας τρόπος προστασίας μόνο για τον κορωνοϊό αλλά για πολλούς, αν όχι όλους τους ιούς».
Η ιδέα για την ανάπτυξη του φαρμάκου βασίστηκε στη δοκιμασμένης αποτελεσματικότητας μέθοδο που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στη Μονάδα Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων του «Γ.Παπανικολάου», με έγχυση Τ-λεμφοκυττάρων σε ασθενείς έπειτα από μεταμόσχευση για την προστασία τους από τρεις ιούς. Οι διαφορές ωστόσο είναι μεγάλες σε ό,τι αφορά την Covid-19.
«Ο μεταμοσχευμένος ασθενής είναι πλήρως ανοσοκατεσταλμένος και οι λοιμώξεις από τις οποίες τον προστατεύουν τα Τ-λεμφοκύτταρα διαφέρουν από τη νόσο που προκαλεί ο κορωνοϊός», εξηγεί στο iatronet.gr η βιοχημικός της Μονάδας Αναστασία Παπαδοπούλου, ειδική στην κυτταρική θεραπεία και επίσης κύρια ερευνήτρια της μεθόδου, και συνεχίζει: «Τα κύτταρα που χορηγούμε στους μεταμοσχευμένους προέρχονται από τον δότη του μοσχεύματος. Εδώ είναι τελείως ξένα και περιμένουμε ούτως ή άλλως να απορριφθούν με το που θα αναρρώσει ο ασθενής, γιατί θα λειτουργήσει το δικό του ανοσοποιητικό σύστημα. Θέλουμε να πυροδοτήσουμε το δικό του ανοσοποιητικό σύστημα να παραγάγει τα ενδογενή κορωνοειδικά Τ-λεμφοκύτταρα και να σκοτώσει τον ιό, μαζί με αυτά που θα εγχύσουμε εμείς, τα οποία θα απορρίψει μετά, γιατί δεν τα χρειάζεται».
Μεθοδολογία και αποτελέσματα
Αναστασία Παπαδοπούλου
Η κλινική μελέτη Φάσης Ι ξεκίνησε τον Ιούνιο με την έγχυση Τ-λεμφοκυττάρων αρχικά σε 6 ασθενείς, με πρώτη μια 70χρονη με κακή πρόγνωση και τα αποτελέσματα ήταν πολύ ελπιδοφόρα. Με την ολοκλήρωσή της, τον Σεπτέμβριο, και αφού επιβεβαιώθηκε η ασφάλεια της μεθόδου, ξεκίνησε η Φάση ΙΙ.
Οι 90 ασθενείς που συμμετείχαν σε αυτή είχαν παρόμοια κλινικά χαρακτηριστικά, όπως λεμφοπενία, υψηλές ανάγκες οξυγόνου, πνευμονία και κάποιους συγκεκριμένους εργαστηριακούς δείκτες, ενώ η διάμεση ηλικία τους ήταν τα 55 έτη. Οι 89 νοσηλεύονταν στις κλινικές Covid-19 του «Γ. Παπανικολάου» και ένας στο «Ιπποκράτειο». Όπως εξηγεί η κα Παπαδοπούλου, έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, γνωρίζοντας πως θα τυχαιοποιηθούν, δηλαδή δεν ήξεραν εξαρχής αν θα ανήκουν στους 60 της Ομάδας Α που θα λάβει το φάρμακο ή στους 30 της Ομάδας Β που θα λάβει τη συμβατική θεραπεία. Το πληροφορήθηκαν μετά την τυχαιοποίηση. Το κυτταρικό προϊόν που τους χορηγήθηκε ενδοφλέβια προέκυψε από 30 εθελοντές δότες, όλοι τους υγειονομικοί αναρρώσαντες από Covid-19.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα, οι ασθενείς της Ομάδας Α είχαν κατά 52% μειωμένη θνητότητα από αυτούς της Ομάδας Β, παρά το γεγονός ότι αρκετοί και από τις δύο Ομάδες χρειάστηκε να διασωληνωθούν στη διάρκεια της θεραπείας. Επίσης, απεξαρτήθηκαν πολύ γρηγορότερα από το οξυγόνο.
«Ήταν όλοι ασθενείς με κριτήρια σοβαρής νόσησης, δηλαδή επιβαρυμένοι ασθενείς. Συνεπώς ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των ασθενών χρειάστηκε και να διασωληνωθεί, και στις δύο ομάδες. Ωστόσο, η ομάδα που πήρε τα Τ-λεμφοκύτταρα είχε όφελος ακόμα και αν ο ασθενής προχώρησε σε διασωλήνωση. Μπόρεσε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών να αποσωληνωθούν», τόνισε η κα Γιαννάκη.