Της Ίντας Ελιάου
Συμβουλευτικής Ψυχολόγου
(BSc, MSc, PGDip.,MA)
Προβληματιζόμαστε, ανησυχούμε, αγχωνόμαστε αλλά και κατακρίνουμε τα παιδιά μας για την προτίμησή τους για τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) και συγκεκριμένα της τηλεόρασης και του διαδικτύου, αδυνατώντας να αναγνωρίσουμε τη δική μας εξάρτηση
από αυτά τα μέσα ή τουλάχιστον από κάποια από αυτά.
Το 2007 πραγματοποιήθηκε η «Εθνική Έρευνα για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» τα αποτελέσματά της οποίας έδειξαν πως σχεδόν το 79% των ερωτηθέντων χρησιμοποιούν καθημερινά την τηλεόραση. Μάλιστα, οι περισσότεροι βλέπουν 2-3 ώρες τηλεόραση την ημέρα και επιπλέον, ώρες που τα παιδιά είναι στο σπίτι. Όσον αφορά τα ίδια τα παιδιά, έρευνα της ΄Β παιδιατρικής κλινικής του νοσοκομείου παίδων Αγλαΐα Κυριακού, έδειξε πως 3 στα 5 παιδιά αφιερώνουν τουλάχιστον 2ώρες ημερησίως στη TV, όταν για άλλες δραστηριότητες αφιερώνουν 7 ώρες τη βδομάδα!
Τα παιδιά λοιπόν, αφιερώνουν πολύ χρόνο μπροστά στην τηλεόραση και οι αιτίες για αυτό είναι πολλές. Αρχικά, επηρεάζει ο χρόνος που βλέπουμε εμείς οι ίδιοι τηλεόραση, και μάλιστα τις ώρες που τα παιδιά μας είναι σπίτι. Η διάλυση της γειτονιάς, οι πολυάσχολοι γονείς, κρίση στην παιδεία, στοχοποίηση σε παθολογία μαθητών παρά σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες όλης της κοινωνίας, οι περιορισμένες υποδομές, κ.α. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα διαπαιδαγωγούνται πια όχι μόνο από την οικογένεια και το σχολείο αλλά και την TV και το διαδίκτυο.
Συγκεκριμένα για τα παιδιά, η μεγάλη σε χρόνο παρακολούθηση της τηλεόρασης μπορεί να δίνει ερεθίσματα για γενικές γνώσεις και για ενημέρωση, δεν βοηθά όμως στην αναγνωστική ευχέρεια, στην εκφραστική ικανότητα, στην ποιότητα του λεξιλογίου, στο γράψιμο και στην αριθμητική (Kaiser Family Foundation, 1999). Φυσικά, ο βαθμός επίδρασης της τηλεθέασης στη σχολική επίδοση των μαθητών εξαρτάται από το εάν υπάρχει ανεξέλεγκτη τηλεθέαση σε ώρες και σε περιεχόμενο, εάν η τηλεθέαση είναι συμπλήρωμα άλλων δραστηριοτήτων, εάν υπάρχει διάλογος και συζήτηση μεταξύ γονέων και παιδιών για το περιεχόμενο των τηλεοπτικών μηνυμάτων και εάν υπάρχουν εναλλακτικές πηγές απόκτησης γνώσεων.
Η διαφορά στην τηλεθέαση από παιδιά και ενήλικες έγκειται στο ότι οι ενήλικες έχουν ολοκληρώσει τη πνευματική, συναισθηματική, σωματική, κοινωνική, ηθική ανάπτυξη, καθώς και την κριτική τους σκέψη και έτσι επιλέγουν συνειδητά τι θα δουν και γιατί. Σε αντίθεση με τους ενήλικες, τα παιδιά συνεχώς μαθαίνουν (Allen, R., 1992; Comstock, G.,1982) και ιδιαίτερα από τους γονείς οι οποίοι αποτελούν πρότυπα προς μίμηση για αυτά. Τα παιδιά δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την κριτική τους αντίληψη για να μπορούν να διαχωρίσουν τι είναι καλό και τι κακό. Μαθαίνουν λοιπόν σύμφωνα με το μοντέλο του Bandura, μέσα από την παρατήρηση. Πολύ απλά, τα παιδιά μαθαίνουν από τους γονείς. Οι γονείς αποτελούν πρότυπα και οι πράξεις τους πράξεις προς μίμηση.
Ο Πάνος Τσιγκαρίδης, (Γενικός Γραμματέας Νέας Γενιάς) στην εφ. Τα Νέα, σχολιάζει πως <<ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις του περιεχομένου της τηλεθέασης στα παιδιά, το γεγονός είναι ότι η TV κλέβει το χρόνο των παιδιών. Έτσι, μειώνεται το παιχνίδι τους, ενισχύεται η αδιαφορία για το διάβασμα γενικά, χάνεται η περιέργειά τους, αποφεύγεται η αθλητική δραστηριότητα η οποία αποτελεί δραστηριότητα μείζονος σημασίας για ένα αναπτυσσόμενο παιδί>>.
Σε αυτήν την ενασχόληση των παιδιών με την τηλεόραση, έρχεται να προστεθεί και η ενασχόλησή με το διαδίκτυο είτε αυτό επιτυγχάνεται μέσα από το κινητό τηλέφωνο, είτε από υπολογιστή. Έρευνες έχουν δείξει πως πάνω από το 85% των παιδιών άνω των 12 ετών μπαίνει καθημερινά στο διαδίκτυο, (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 2008 και Μη Κυβερνητική Οργάνωση ΝΕΟΙ, 2010). Οι κύριες ενασχολήσεις των παιδιών στο διαδίκτυο είναι τα διαδικτυακά παιχνίδια, οι ιστότοποι ανταλλαγής απόψεων (blogs, forums), και οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης (facebook, MySpace, twitter).
Σύμφωνα με τα λεγόμενα των παιδιών, το διαδίκτυο σε όλες τις μορφές του τους προσφέρει μια διέξοδο από την πιεστική και αγχώδη καθημερινότητα και μια ευκαιρία να κοινωνικοποιηθούν χωρίς όμως να κινδυνεύουν από την απόρριψη, πιθανότητα υπαρκτή μέσα σε ένα αθλητικό πλαίσιο. Στο διαδίκτυο τα πάντα είναι δυνατά αλλά και απρόσωπα. Οι χρήστες αναδομούν την αυτοεκτίμησή τους μέσα από επιφανειακές, ουτοπικές, στιγμιαίες, σχέσεις οι οποίες δημιουργούνται, μεταλλάσσονται και διαγράφονται με ένα απλό ‘κλικ’. Μάλιστα ο «άλλος» στο διαδίκτυο ανάγεται σε μορφή ιδεατή καθώς πρόκειται για πρόσωπο που ο ίδιος ο χρήστης κατασκευάζει προβάλλοντας επάνω του τις επιθυμίες του, τις ελλείψεις του, τις προσδοκίες και τις φαντασιώσεις του. Και όλα αυτά, σε πλήρη αντίθεση, με την επικοινωνία και τις σχέσεις στην πραγματική ζωή όπως στο προαύλιο ή τον αθλητικό χώρο, όπου οι σχέσεις απαιτούν διαπραγμάτευση, ρίσκο, υπομονή, επένδυση χρόνου και συναισθήματος. Αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ζωή και τη διαδικτυακή πραγματικότητα που οδηγεί τους πολύωρους χρήστες να βυθίζονται στην επίπλαστη κατάσταση των διαδικτυακών κοινοτήτων.
Το διαδίκτυο λοιπόν, όπως κάθε σύγχρονη τεχνολογία, μπορεί να έχει αρνητική επιρροή, αν δεν έχει σωστή χρήση. Μπορεί να φέρει εθισμό, να καταλήξει σε αποδοχή διαδικτυακού εκφοβισμού, να βλάψει τις μαθησιακές, νοητικές, κοινωνικές ικανότητες και την διαπροσωπική επικοινωνία ενός παιδιού. Να εισβάλει, να λεηλατήσει και σταδιακά να αντικαταστήσει την καθημερινότητά του παιδιού αφού αποτελεί ένα εύκολο σωσίβιο, ένα “εικονικό καταφύγιο” μέσα στο οποίο αρχικά κρύβεται και στη συνέχεια βολεύεται και ξεχνιέται το παιδί. (Τσιάντης, 2011).
Παρόλο αυτά, η επαφή των παιδιών με το διαδίκτυο, και η επίδρασή του διαδικτύου στη σχέση τους με τη μάθηση, την πληροφόρηση, την ψυχαγωγία και την επικοινωνία είναι καταλυτική (Τσιάντης, 2011). Το διαδίκτυο είναι ένας «επιταχυντής» γνώσης ο οποίος μαθαίνει στο παιδί να ερευνά, να αξιολογεί πληροφορίες, να ιεραρχεί, να εντοπίζει αυτό που του είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον. Το διαδίκτυο ψυχαγωγεί το παιδί ενώ παράλληλα του προσφέρει τη δυνατότητα να αυτενεργεί, να έχει τη δική του παρουσία και ταυτότητα, με τους όρους που καθορίζει αυτό.
Ενήλικες λοιπόν και παιδιά πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τα ποικίλα τεχνολογικά ‘εργαλεία’ της εποχής μας είτε πρόκειται για την τηλεόραση ή το διαδίκτυο. Οι γονείς συγκεκριμένα, οφείλουν περνούν χρόνο με τα παιδιά τους, όπως επίσης, να μεριμνούν ώστε τα παιδιά τους να έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε ποικίλες δραστηριότητες εκτός σπιτιού και παράλληλα να μπορούν να κάνουν οριοθετημένη και ασφαλή χρήση της τεχνολογίας σε κάθε της μορφή.
Σχετικά το διαδίκτυο, οι γονείς θα πρέπει να κρατούν τον υπολογιστή σε κοινόχρηστο χώρο και να θέτουν αυστηρά όρια ως προς τη χρήση του. Επίσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβλέπουν και να γνωρίζουν το πώς επικοινωνεί το παιδί τους, ώστε να το συμβουλεύουν ανάλογα. Θα πρέπει να επαγρυπνούν και να εκπαιδεύουν ορθά τα παιδιά ώστε η πλοήγηση στο διαδίκτυο να γίνεται με ασφάλεια τόσο ως προς το περιεχόμενο στο οποίο έχουν πρόσβαση όσο και σε σχέση με τα προσωπικά τους δεδομένα, τους ανθρώπους που γνωρίζουν διαδικτυακά, τις διαδικτυακές απάτες. Πάνω απ’ όλα όμως, θα πρέπει να εκπαιδεύονται οι ίδιοι και να είναι ενήμεροι για τη σωστή και ασφαλή χρήση του διαδικτύου.
Σχετικά με την τηλεόραση, οι γονείς θα πρέπει να προωθούν τα παιδιά στο να αθλούνται συστηματικά, να παίζουν, να συναναστρέφονται με φίλους και συμμαθητές, να δοκιμάζουν ποικίλες δραστηριότητες εκτός σπιτιού. Κυρίως όμως θα πρέπει οι ίδιοι οι γονείς να αθλούνται και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες εκτός σπιτιού καθώς αποτελούν πρότυπα προς μίμηση. Οι γονείς οφείλουν να προωθούν τα παιδιά στη χρήση εξωσχολικών βιβλίων, μυθιστορημάτων, λογοτεχνικών κειμένων κ.λπ., σε επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, θέατρα κ.λπ. Παράλληλα, θα πρέπει να παρακολουθούν την ποιότητα των προγραμμάτων της τηλεόρασης που βλέπουν τα παιδιά και να μην επιτρέπουν στα παιδιά πάνω από 2 ώρες την ημέρα θέασης ακόμα και κατάλληλων προγραμμάτων. Παιδιά μικρότερα των 2 ετών θα πρέπει να αποθαρρύνονται να βλέπουν τηλεόραση έστω και στο ελάχιστο, ενώ δεν θα πρέπει να υπάρχει τηλεόραση σε κανένα παιδικό δωμάτιο. Οι γονείς θα πρέπει να βλέπουν μαζί με τα παιδιά το περιεχόμενο κάθε ταινίας, να το σχολιάζουν. Θα πρέπει να κλείνουν την τηλεόραση κατά τη διάρκεια του φαγητού ώστε να υποστηρίζεται η επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας οικογένειας. Αλλά και οι ίδιοι οι γονείς θα πρέπει να βλέπουν λιγότερη τηλεόραση και έτσι να δίνουν το κατάλληλο παράδειγμα στα παιδιά τους, (Αμερικανική Εταιρεία Ιατρικής, 1996). Τέλος, γονείς και εκπαιδευτικοί οφείλουν να συνεργάζονται και να έχουν κοινή πολιτική. Θα πρέπει να αποτελούν μια ομάδα που έχει θετική στάση απέναντι στην εκπαιδευτική τεχνολογία, που είναι σύμφωνη σε κοινούς, καθημερινούς, απλούς και πραγματοποιήσιμους κανόνες συμπεριφοράς, ώστε να ενισχυθεί η έννοια της τηλεοπτικής υγιεινής, ενώ παράλληλα να ενισχύεται η εκμάθηση παραδοσιακών παιχνιδιών (τζαμί, κρυφτό, κυνηγητό κ.α.).
Υγεία λοιπόν, δε σημαίνει να διαγράφουμε ότι μας φαίνεται απειλητικό όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση την τεχνολογία, αλλά να την κατανοούμε και να την οριοθετούμε σωστά ώστε να επιτυγχάνεται η ισορροπία. Η πολυπόθητη ισορροπία της υγιούς ενασχόλησης των παιδιών μας με την τεχνολογία και η παράλληλη εμπειρική μάθηση από δραστηριότητες εκτός σπιτιού.