Εκπληκτικά πολύς κόσμος το προηγούμενο Σάββατο το βράδυ στην παρουσίαση του βιβλίου ‘ο μυς της καρδιάς’ του Καστοριανού συγγραφέα Ηλία Παπαμόσχου. Ωραίο κλίμα, παρεΐστικο, ειλικρινές κι
αυθόρμητο. Μίλησαν οι καλεσμένοι του εκδοτικού οίκου για τον συγγραφέα, μίλησε κι ο ίδιος για τον εαυτό του. Κράτησα μια μεγάλη κουβέντα: ‘Θέλω να είμαι έντιμος με τις λέξεις, έντιμος με τις ιστορίες μου, έντιμος με τους ανθρώπους’
Μεγάλη κουβέντα για μένα, γιατί δεν την κατάλαβα. Πιθανόν και νάμουν ο μόνος που του συνέβη αυτό. Δεν μου αρέσουν όμως γενικά τα πράγματα που δεν καταλαβαίνω και -σε αντίθεση με τους άλλους –ΕΠΙΜΕΝΩ, μέχρι να τα καταλάβω. Ετσι πήρα ένα μικρόφωνο και ρώτησα. ‘Τι θα πει εντιμότητα?’ Αυτό ρώτησα. Γιατί εγώ διακρίνω ανάμεσα σε δυο είδη εντιμότητας:
Υπάρχει από την μία η εντιμότητα της ειλικρινούς και γνήσιας απόδοσης ενός δρώμενου ή μιας πρόθεσης. Η εργαλειακή ή ‘εν-πράγματι’ εντιμότητα που θάλεγε κι ο Χάμπερμας. Όταν ένας ληστής τραβά πιστόλι σου το στήνει στο κεφάλι και σου λέει δώσε μου τα λεφτά σου ειδάλλως θα σε πυροβολήσω, είναι έντιμος. Εντιμος με τον εαυτό του κι έντιμος με σένα. Σου μεταφέρει ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ την πρόθεση σου, δίχως να σου αποκρύψει στο παραμικρό τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η οποιαδήποτε σου απόφαση. Κι όταν πάλι ο μακαρίτης ο Θουκιδίδης περιέγραφε τα συμβάντα κατά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν κι εκείνος έντιμος. Απέδιδε τα γεγονότα ακριβώς όπως συνέβησαν δίχως να βάζει σάλτσες και δίχως προκαταλήψεις. Οποιος διάβασε Θουκιδίδη, ξέρει πολύ καλά πως είναι πρακτικά ΑΔΥΝΑΤΟΝ να καταλάβεις ποιον ακριβώς από τους αντιπάλους υποστηρίζει, με ποιανής παράταξης το μέρος είναι. Είναι απολύτως αντικειμενικός στις αποδόσεις και στις αναμεταδόσεις του, ΑΡΑ: Κι αυτός είναι έντιμος. Κι αυτή είναι η μια εντιμότητα.
Η άλλη εντιμότητα έχει να κάνει με την έννοια της δικαιοσύνης. Είναι η ‘κατ’ αρετήν’ εντιμότητα του Σωκράτη, του Αριστοτέλη, του Καντ, ακόμη και η επιφυλακτική του Ρουσσώ. Η τάση να σκέπτεσαι το κοινωνικό καλό και να πράττεις ανάλογα. Η τάση να εσωτερικεύεις και να τηρείς τους κοινωνικούς κανόνες και να συμμορφώνεσαι με τις νόρμες και τους θεσμούς. Η τάση να προσπαθείς να συνταιριάζεις την ηθική θεωρία που έχεις μέσα στο κεφάλι σου (το τι είναι καλό και κακό) με τις πράξεις σου. Να τα παντρεύεις ταιριαστά και να τα κάνεις να συμβαδίζουν αυτά τα δύο. Να επιδιώκεις να λες την αλήθεια, να μη αδικείς, να μη εκμεταλλεύεσαι τους άλλους, τέτοια πράγματα. Η τήρηση ηθικών κανόνων, η κατηγορική προσταγή, όπως και να το πούμε, υπάρχει κι αυτή η μορφή εντιμότητας.
Τι εννοούσε λοιπόν ο συγγραφέας? Ποια εντιμότητα προέτασσε? Αυτό τον ρώτησα.
Γύρισε λοιπόν ο Ηλίας και μου ‘πε διάφορα ως απάντηση, το γενικό ρεζουμέ των οποίων ήταν (ΝΟΜΙΖΩ τουλάχιστον πως ήταν ΑΝ κατάφερα και πάλι να τον ερμηνεύσω σωστά…) πως εννοούσε την πρώτη εντιμότητα. Αυτήν της αντίληψης, κατανόησης και της πιστής απόδοσης της αλήθειας. Να μη παραποιεί δηλαδή τα πράγματα, τις μνήμες, τα ιστορικά στοιχεία, τα όντα και τα δρώμενα που περιγράφει. Να μη αλλοιώνει τα πρόσωπα και τις πρωτογενείς τους σκέψεις. Αυτό είπε. Και φυσικά λέγοντας τα αυτά με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση…
Δύσκολη γιατί ήμουν βέβαιος πως έλεγε ΨΕΜΑΤΑ και μπορούσα εύκολα να το αποδείξω. Αλλά εκεί μέσα στην αίθουσα υπήρχαν 200-300 άνθρωποι που δεν είχαν πάει για να διακρίνουν τις φιλοσοφικές διαφορές ανάμεσα στις συγκεκριμένες έννοιες που έτυχε εμένα να απασχολούν, αλλά να παρακολουθήσουν μια γενική παρουσίαση βιβλίου, να χαρούνε και να συγχαρούνε έναν από τους σημαντικότερους Καστοριανούς συγγραφείς όλων των εποχών. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μου έδιναν περαιτέρω περιθώρια να επιμένω. Ο φόβος της κατάχρησης της ανοχής τους με έκανε να σταματήσω.
Παρ’ όλα αυτά επιμένω ΕΔΩ! Κι όποιος θέλει μπορεί να μπει στην συζήτηση.
Είναι λοιπόν πραγματικά έντιμος συγγραφέας ο Ηλίας Παμαμόσχος? Μπορούν –για να το γενικεύσουμε- να είναι έντιμοι οι συγγραφείς όλων των λογοτεχνικών ειδών λόγου?
Δεν το πιστεύω κι έχω πολλούς λόγους για να δικαιολογήσω την στάση μου αυτή.
Υπάρχει κατά πρώτον το πρόβλημα της αλήθειας. Εγώ την γράφω με μικρό ‘α’ αλλά ξέρω πολύ καλά πως οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα στο κεφάλι τους την αντιλαμβάνονται με ‘Α’ κεφαλαίο. Κι όταν το κάνουν δεν αναφέρονται φυσικά στην αλήθεια αλλά στην Πραγματικότητα. Που είναι όλως διόλου διαφορετικό πράγμα. Ετούτο εδώ το πρόβλημα είναι αμιγώς γνωσιολογικό και μαζί του γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος αφού ως γνωστόν ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ στην πατρίδα μας πουθενά δεν διδάσκεται πλήρως και στα σοβαρά. Το μπλέξιμο φάνηκε και χθες, εκεί στην παρουσίαση, γιατί ο Ηλίας σε μια αποστροφή του λόγου του μίλησε για πολλές αλήθειες εκνευρίζοντας μια κυρία η οποία αντιδρώντας του είπε πως αν τις μαζέψουμε όλες αυτές μαζί τότε θα μας είναι σχετικά εύκολο να φτιάξουμε ή να ανακαλύψουμε την μία και ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ.
Μύθος!
Αν προσθέσεις πολλές μικρές αλήθειες μαζί στο τέλος δεν θα έχεις παρά ένα ΑΘΡΟΙΣΜΑ πολλών μικρών αληθειών και τίποτε παραπάνω!
Αν βάλεις πάνω στο τραπέζι ένα βότσαλο και μετά αρχίσεις να βάζεις δίπλα του και άλλα τι θα κερδίσεις στο τέλος? Μπορείς μια χαρούλα να κάνεις έναν μεγάλο σωρό από βότσαλα, μπορείς ακόμη –αν επιμένεις- να καταφέρεις μέχρι και να σπάσουνε τα πόδια του τραπεζιού από το πολύ βάρος, ωστόσο με τον τρόπο αυτό δεν πρόκειται να καταφέρεις ποτέ σου να μάθεις τίποτε περισσότερο για την υφή, τις ιδιότητες και τις σχέσεις αναμεταξύ των βοτσάλων. Η ποσότητα δεν μετατρέπεται τοιουτοτρόπως σε ποιότητα. Για να βρεις ΤΗΝ αλήθεια δεν θες πρόσθεση. Θες όσμωση. Συγχώνευση.
Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο?
Εξαρτάται από την μέθοδο που ακολουθεί κανείς.
Η πρώτη φάση, η διαπιστευτική των πραγμάτων, είναι όντως υποκειμενική και παραχαραγμένη.
Ο ίδιος ο παρατηρητής με την παρουσία του και με τον τρόπο παρατήρησης του διαστρέφει την πραγματικότητα που παρατηρεί. Αν μια βάρκα πλέει σε ένα ποτάμι, μια νοικοκυρά μπορεί να τη βλέπει πίσω από ένα σεντόνι που έχει απλωμένο στην αυλή της. Ενας κηπουρός μπορεί να τη βλέπει πίσω από τα φυλλώματα ενός δέντρου που κλαδεύει, ένας αθλητής ανάποδα, από την κατακόρυφη αναστροφή του, κι ένας δύτης ανάστροφα, βυθισμένος βαθιά κάτω από την καρίνα της. Ολοι βεβαίως παρατηρούν μια βάρκα, ΤΗΝ ΙΔΙΑ βάρκα, αλλά το τι αντιλαμβάνεται από αυτήν ο καθένας… άλλο θέμα.
Επίσης ο παρατηρητής δεν παρίσταται tambula raza, ως άγραφος χάρτης. Εχει έναν προσωπικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων που έχει να κάνει με τα βιώματα, τις γνώσεις του, τις επιθυμίες, τις ανάγκες, τα συναισθήματα, τις επιδιώξεις του κλπ. Ετσι ο παρατηρητής δεν περιορίζεται στο να παρατηρεί αλλά ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ και χρωματίζει ταυτόχρονα το αντικείμενο της παρατήρησης του κατά το δοκούν. Το δικό του δοκούν εννοείται.
Αν παρακολουθείτε ειδήσεις θα σας έχουν κάνει εντύπωση αναμφίβολα οι παρομοιώσεις που αποδίδουν μερικές φορές σε αιφνίδια κι εξαιρετικά γεγονότα οι μάρτυρες τους. Πέφτει ας πούμε ένα αεροπλάνο κάπου μέσα σε μια πόλη. Σε ένα σπίτι παρακείθε κάποιος, την στιγμή της πτώσης, κάθεται και πίνει τον καφέ του. Μόλις ακουστεί το ‘μπουμ’ τι σκέφτεται? ‘Α, αυτό μάλλον ήταν ένα αεροπλάνο που έσκασε εδώθε παραδίπλα’? Οχιιιιιιι. Ανατρέχει στα συρτάρια της μνήμης του και ψάχνει να ανακαλύψει ό,τι πιο σχετικό γνωρίζει και το οποίο θα μπορούσε -αν συνέβαινε- να αποδώσει τον ίδιο περίπου θόρυβο. Ετσι όταν τον ρωτήσουν αργότερα τα ξεφτέρια των καναλιών να τους μαρτυρήσει τι ακριβώς βίωσε, λέει: «νόμισα πως έγινε σεισμός’ ή ‘πίστεψα πως έπεσε ένας κεραυνός’ ή ‘ έσκασε μια βόμβα’ Ανάλογα πάντα με τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις και με τις εμπειρίες που έζησε στην ζωή του.
Η δεύτερη φάση ωστόσο του κυνηγιού της Αλήθειας (με Α κεφαλαίο αυτή την φορά)μπορεί να διαλύσει με τα πέπλα του υποκειμενισμού και να μας την αποκαλύψει. Δεν πρόκειται για μια εύκολη διαδικασία, αλλά -αν υπάρχει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ διάθεση από όλες τις συμμετέχουσες πλευρές- μπορεί και να πετύχει. Το ανάχωμα εδώ όμως είναι διπλό. Είτε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν εφαρμόζουν επακριβώς την μεθοδολογία αποκάλυψης της, είτε γιατί apriori την απορρίπτουν και ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ να την εφαρμόσουν. Βολεύονται μια χαρά με τον ιδεαλιστικό υποκειμενισμό τους που τους δίνει όλες τις δικαιολογίες που χρειάζονται να διασώζουν το ΕΓΩ τους από τις επιθέσεις των άλλων. ‘Ας συμφωνήσουμε πως διαφωνούμε λένε οι περισσότεροι’. ‘Εχεις την άποψη σου άσε κι εμένα να έχω τη δική μου’…
Αυτή ψυχολογικά μπορεί να είναι μια θεσπέσια τακτική προφύλαξης του εαυτού από τα τραύματα του κοινωνικού συγχρωτισμού, όμως γνωσιολογικά δεν προβάλλεται παρά ως μια ακόμη διανοητική αθλιότητα. Ή έστω -προς το ηπιότερον: Ως μια ατολμία. Ο Σωκράτης θα φρίκαρε ακούγοντας ανθρώπους να διατυπώνουν μια τόσο ηττοπαθή θέση. ‘Ας μην αφήσουμε να τρυπώσει στην ψυχή μας η ιδέα πως ο ΟΡΘΟΣ ΛΟΓΟΣ δεν είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε’ συνιστούσε στους μαθητές του ‘Ας σκεπτόμαστε αντίθετα πως δεν είμαστε ακόμα καλοί στοχαστές κι ας πασχίσουμε να γίνουμε καλύτεροι!’
Υπάρχει δηλαδή δρόμος. Είναι το ‘ορθώς λογίζεσθαι’. Αλλά αυτό είναι ένα άθλημα ομαδικό. Που όπως όλα τα αθλήματα ενέχει κανόνες, επιφέρει συγκρούσεις (άγριες ορισμένες φορές), τραυματισμούς, εγκαταλείψεις και στο τέλος δίνει ελάχιστες θέσεις νίκης πάνω στο βάθρο. Λόγω της δυσκολίας του αθλήματος οι περισσότεροι ούτε καν μπαίνουν στον κόπο να ασχοληθούν. ‘Ξέρουν’ αυτό που νομίζουν ότι ξέρουν (λάθος/σωστό δεν έχει σημασία) και περιορίζονται σ’ αυτό. Επιθυμούν να μείνουν με την μικρή αυτή παραχαραγμένη τους αλήθεια, δίχως να μπούνε στο κυνήγι της άλλης της μεγάλης αφού βλέπουν πως μόνο έτσι είναι σε θέση να εξασφαλίζουν πραγματικά και εσαεί την ησυχία τους.
Αρα έχουμε εδώ ανθρώπους οι οποίοι ξεκινούν από έναν αντικειμενοστραφή υποκειμενισμό και καταλήγουν σε έναν άλλο συνειδητό, πιο μεστωμένο, πιο συνειδητοποιημένο πιο άκαμπτο. Ανθρώπους που μόνο ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ τον κόσμο γύρω τους, με τις προσωπικές -όποιου βαθμού- δυνάμεις τους, αδυνατώντας μέσα από την διαλεκτική να τον κατανοήσουν.
Ωραία! Και οι συγγραφείς?
Τολμά άραγε κανένας να μου πει πως οι συγγραφείς -μέσα από την μονής κατεύθυνσης επικοινωνία με το κοινό τους που ακολουθούν- πραγματικά (συν) διαλέγονται και κυνηγούνε την μία και μεγάλη Αλήθεια? Η μήπως το αντίθετο συμβαίνει: και αυτοί- σαν όλους τους ανθρώπους- απλώς παραθέτουν την τόσο δα μικρούλα αλήθεια, την καταδικιά τους?
Με άλλο τρόπο βέβαια και με άλλο ύφος…
Γιατί βέβαια υπάρχει, όπως είπαμε παραπάνω, πάντοτε το περιθώριο για έναν εσκεμμένο προσωπικό χρωματισμό των πρωτογενών γεγονότων. Χαριτωμένο, τσαχπίνικο κι ευγενή. Πράγμα που αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο της τέχνης, εδώ που τα λέμε.
Αν θέλαμε μια απλή αποτύπωση του περιβάλλοντος κόσμου στο χαρτί δεν θα χρειαζόμασταν τους ζωγράφους. Θα μας αρκούσαν οι φωτογράφοι. Δεν θα θέλαμε τους συγγραφείς και τους ποιητές. Θα μας αρκούσαν οι ρεπόρτερ.
Ενας συγγραφέας λοιπόν δεν λέει ‘Γυναίκα βρέχει. Ελα να μπούμε στο σπίτι.’ Αυτό είναι κάτι που μπορεί να πει ο καθένας και –μα την πίστη μου δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον να πάει να σκάει 20 τόσα ευρώ προκειμένου να αγοράσει ένα βιβλίο στο οποίο θα διαβάζει τέτοιες κοινοτυπίες. Οι συγγραφείς λοιπόν a priori ΔΕΝ μιλούν κοινότυπα. Μιλούνε γλαφυρά. Δεν λένε ‘Γυναίκα βρέχει. Ελα να μπούμε στο σπίτι’. Λένε ‘Γλυκειά μου δες! Δάκρυα αγγέλων αφήνει ο ουρανός να στάξουν. Ελα να κουρνιάσουμε στη φωλιά μας’.
Λέγοντας τα όμως αυτά, τι κάνουν? Συνειδητά ψεύδονται. Γιατί παύουν πια να αναπαράγουν μια υφιστάμενη πραγματικότητα κι αποτυπώνουν μια ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ πραγματικότητα ΕΝΘΕΤΗ στην υφιστάμενη. Χρησιμοποιούν αυτό που βλέπουν ως εφαλτήριο να πάνε παραπέρα. Ως πρόσχημα στο να παρουσιάσουν μια εικόνα, μια προοπτική, έναν συσχετισμό που απλά ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ από μόνος του. Κι άρα -εκ των πραγμάτων- όλοι οι συγγραφείς είναι ψεύτες. Οι δε καλοί συγγραφείς μεγαλύτεροι ψεύτες. Κι ο Ηλίας Παπαμόσχος, εξαιρετικός ψεύτης!
Εντιμος? Μπα, δεν θα τον αποκαλούσα έτσι σε καμία περίπτωση.