Τελικά ποιος θα φέρει την πρόοδο; (Του Σάκη Καρανικολόπουλου)

Όσο η προεκλογική περίοδος των δημοτικών εκλογών πλησιάζει τόσο θα πυκνώνουν τα συνθήματα που θα υπόσχονται την πρόοδο.

Ποια πρόοδο όμως; Εν τέλει τι είναι η «πρόοδος» στο πεδίο της κοινωνίας;
Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι πρόοδος είναι η ριζική μεταβολή μιας κατάστασης, κάποιοι άλλοι θα πουν πώς πρόοδος είναι η σταδιακή «αλλαγή» μιας κατάστασης προς το «καλύτερο».

Τι είναι όμως το «καλύτερο» για την κοινωνία; Πώς το ξέρουμε αυτό όταν η ίδια η κοινωνία δεν ρωτάται για το τι θεωρεί καλύτερο;
Ο Elbert Hubbard ένας Αμερικάνος φιλόσοφος και συγγραφέας του προηγούμενου αιώνα έλεγε πώς «Ο λόγος που οι άνθρωποι αντιτίθενται στην πρόοδο δεν είναι επειδή μισούν τον πρόοδο, αλλά επειδή αγαπούν την αδράνεια».

Οι άνθρωποι στην κάθε μικροκοινότητα, σε κάθε χωριό και σε κάθε γειτονιά δηλαδή, προφανώς κι συνεργάζονται στο να λύνουν τα όποια προβλήματα δημιουργούνται, προφανώς κι έχουν τις ιδιαίτερες διαφορές τους, πολλές φορές απευθύνονται και απαιτούν από τους δημάρχους τους να τους λύσουν αυτά τα προβλήματα και κριτικάρουν δικαίως όταν αυτά καθυστερούν να λυθούν ή ξεχνιούνται. Όμως η γενικότερη τάση που επικρατεί και τη βιώνουμε όλοι μας καθημερινά είναι μια «απάθεια» σε ότι αφορά την ενεργή συμμετοχή ώστε να προτείνονται φρέσκιες ιδέες και λύσεις στα όποια προβλήματα.

Η έντονη κριτική συνοδεύεται και από μια μετάθεση ευθύνης. Λέμε ότι «αφού τους ψηφίσαμε ας βρουν αυτοί τις λύσεις, για αυτό άλλωστε τους ψηφίσαμε» ή ακόμα χειρότερα λέμε ότι «αυτή είναι η δουλειά τους, το να βρίσκουν λύσεις, αλλιώς ας πάνε σπίτια τους!». Οι φράσεις αυτές ουσιαστικά καθιστούν υπεύθυνους τους εκάστοτε εκλεγμένους από την ίδια την κοινωνία αντιπροσώπους και δημιουργούν μια «από-ευθυνοποίηση» του ψηφοφόρου.

Όμως η πρόοδος δεν ξεκινά από λίγους ανθρώπους που ξαφνικά θεωρούνται «αυθεντίες» μετά την εκλογή τους, αλλά ξεκινά από την ίδια την αντιμετώπιση της καθημερινότητας.

Η πρόοδος ξεκινά από τις ατομικές επιλογές μας. Όταν κάνουμε κάτι και σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις της πράξης μας, στο αστικό, το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον μας, τότε έχουμε αλλάξει λίγο. Έχουμε θέσει τις βάσεις για να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας. Όταν εντοπίζουμε ένα πρόβλημα και το συζητάμε με τον γείτονά μας η πρόοδος είναι ακόμα μεγαλύτερη κι όταν προτείνουμε μικρές λύσεις ή μικρές ιδέες σε προβλήματα τις καθημερινότητας, τότε έχουμε αρχίσει να αλλάζουμε τον κόσμο.

Η πρόοδος δεν είναι μια απότομη αλλαγή. Αρχίζει σαν μια μικρή σπίθα και όταν την φυσήξουν κι άλλοι άνθρωποι, θεριεύει, γίνεται φωτιά και μπορεί ακόμα και να κάψει το «παλιό» όταν απλά δεν το αλλάζει.

Έτοιμες συνταγές όμως για την πρόοδο δεν υπάρχουν. Δεν σημαίνει ότι ένα μεγάλο έργο που θα τάξει κάποιος αποτελεί και πρόοδο. Ίσως μικρές ιδέες που βελτιώνουν την καθημερινότητά μας, κάνουν συνηθισμένα πράγματα να μοιάζουν με μεγάλα έργα.
Η πρόοδος προχωρεί με βήματα και όχι με άλματα. Η αλλαγή είναι βέβαιη, η πρόοδος όχι!

«Αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο πρέπει να αρχίζεις από την αυλή σου». Με αυτό το σύνθημα πρέπει να πορευόμαστε και να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να εκφράσει ο καθένας τις ιδέες του. Να ενεργοποιηθούν οι μικρές συλλογικότητες των χωριών και να έχουν ουσιαστικό λόγο.

Η πρόοδος περνά μέσα από την αντιμετώπιση προβλημάτων και αναγκών που προκύπτουν στην καθημερινότητά μας κι αυτά προκύπτουν κάθε μέρα. Η πυκνότητα κατά συνέπεια του να αναφέρονται αυτά τα προβλήματα και οι ανάγκες, είναι πρωταρχικής σημασίας.
Αν για παράδειγμα ένα χωριό ή μια γειτονιά κάνει μια αναφορά προβλημάτων κάθε 15 ημέρες, υποχρεωτικά, με τις προτάσεις και τις ιδέες εκ μέρους της μικροκοινότητας, τότε αρχίζει να δημιουργείτε μια ατζέντα «προβλημάτων-λύσεων-επιπτώσεων». Αρχίζει δηλαδή μια διαβούλευση η οποία μπορεί να λειτουργεί και «προληπτικά» ώστε οι μικρές αναγκαιότητες να μην «ξεφεύγουν» και μεταμορφώνονται σε προβλήματα.

Η ευθύνη μιας πολιτικής της προόδου λοιπόν βαρύνει πρώτα απ’ όλα τον κάθε πολίτη ο οποίος θα πρέπει να είναι ενεργός. Η ευθύνη της υλοποίησης αυτής της πολιτικής βαρύνει τους εκπροσώπους που έχει εκλέξει. Και η σχέση αυτή πρέπει να μένει όσο το δυνατόν πιο διαλεκτική.